22 Φεβρουαρίου 2013

Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάθηκαν ή χάνονται + Βίντεο


Αγγειοπλάστης







 Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με χερούλι και χωρίς χερούλι ακόμα κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού διάφορα μικροσκεύη, όπως θυμιατήρια κ.α. Στα έργα τους έργα τους ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί, κολυμβήθρες, καπνοδόχους και πολλά άλλα.







Αγωγιάτης 




Ο επαγγελματίας που κάνει μεταφορές με φορτηγό ζώο .
- Οι αγωγιάτες, που επονομάζονταν και "κιρατζήδες", μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950. Οι αγωγιάτες προέρχονταν συνήθως από το στρώμα των ακτημόνων αγροτών και ήταν οργανωμένοι σε πολυμελή σωματεία στα χωριά και στις κωμοπόλεις . Μεγάλος αριθμός αγωγιατών εργαζόταν στα εργοστάσια, στα ελαιοτριβεία, στα ταλκορυχεία και γενικότερα σε όλες τις βιομηχανικές ζώνες . Πολλοί μουσικοί, αγρότες και άλλοι επαγγελματίες κατέφυγαν στο επάγγελμα του αγωγιάτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ανέχεια και την πείνα, μετά την κατάσχεση όλου του ελαιόλαδου και την παράλυση του εμπορίου και των συγκοινωνιών.
- Οι αγωγιάτες είναι οι "πρόδρομοι" των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας, κυρίως δε μετέφεραν δημητριακά .






Βαρελάς




Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.


Γαλατάς










Γανωτής (Καλαντζής)




Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως σε στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο
- Γανωτής (Καλαντζής): Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι - κασσίτερος). Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ' όλη την επιφάνεια του σκεύους μ' ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα... Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.



Γυρολόγος (Πραματευτής) 




Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς : υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος.
- Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου, που γυρνούσε στα χωριά και στις γειτονιές, ασκούσαν επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, που ήταν συχνά και παραγωγοί του προϊόντος. Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή "μπασματζήδες") που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι "μπαχτσαβάνηδες", που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια. Οι γαλατάδες περνούσαν από τις γειτονιές κάθε πρωί και έφερναν φρέσκο γάλα μέσα σε ειδικά δοχεία από αλουμίνιο. Οι "μπαχτσαβάνηδες" που ονομάζονταν και "περιβολάρηδες" καλλιεργούσαν τα οπωρολαχανικά τους στα περιβόλια τους και τα διέθεταν στους εμπορομανάβηδες, ή τα πουλούσαν μόνοι τους στις συνοικίες.





Ζευγάς 




Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα "ζευγαρόβοδα"). Κάποιες φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον , επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη "συρμαγιά" (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα .




Καλαθοποιός 




Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνιa, ψαροκόφινα και άλλα ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά.


Καρεκλάς 




Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.


Καφεπαντοπώλης 




Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε τη λειτουργία του καφενείου του με την πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερικύμινο, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.


Κτίστης




Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Σ’ αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.






Λούστρος




Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ' ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή της πλατείας στο Καρπενήσι, και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η "ιεροτελεστία" του βαψίματος...


Μεταπράτης 




Γυρνώντας από χωριό σε χωριό με φορτηγό ζώο ( γάιδαρο ή μουλάρι) αγόραζε μικρές ή μεγάλες ποσότητες προϊόντων από τους χωρικούς τα οποία και μεταπουλούσε σε άλλα χωριά με διάφορο κέρδος. Στους μεταπράτες ανήκουν και οι κερατζήδες και οι πραματευτάδες.


Μπακάλης 




Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που λειτουργούν ακόμα στα χωριά.





Μπασματζής (Υφασματοπώλης) 




Σε λίγα κεφαλοχώρια , υπήρχαν τα καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα. Εμπορικά που πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση εδώ, όπως μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες, αλατζάδες, τσίτια κλπ.


Μυλωνάς 




Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο - άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι το και τον περιέστρεφε.
- Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα "σινίκι" (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών .



Μπογιατζής




Οι μπογιατζήδες έβαφαν βαμβακερά και μάλλινα νήματα, πατητές και πατανιές, χηράμια και άλλα. Χρησιμοποιούσαν κυρίως φυτικά χρώματα αλά και του εμπορίου. Ειδικά για το κόκκινο χρησιμοποιούσαν ριζάρι και για σταθερότατη βαφή βελανιδόκουπες.











Νερουλάς






(Ν)τελάλης 




Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες . Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Η ευρεία διάδοση των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης υποκατέστησε σταδιακά τους ντελάληδες σε όλα τα χωριά του νησιού.




Ντενεκετζής 

Ο ντενεκετζής κατασκεύαζε χρηστικά αντικείμενα του νοικοκυριού και γενικότερα της αγροτικής ζωής όπως χωνιά, λύχνους, μαστραπάδες, κουβάδες, φανάρια, μπρίκια του καφέ, σουρωτήρια, κουτσουνάρες και άλλα.


Παγοπώλης

















Πεταλωτής 




Αλμπάνης (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής)
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο.
- Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
- Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων.



Σαμαράς






Κρεοπώλης (Χασάπης) 

Επειδή παλιά δεν υπήρχαν ψυγεία, για να συντηρήσουν το κρέας, το φρεσκοσφαγμένο το πρωί ζώο έπρεπε να διατεθεί σε 24 ώρες. (Αλλού έδεναν κομμάτια κρέας με σχοινιά και το κατέβαζαν στο βάθος πηγαδιού). Αρχικά οι κρεοπώλες ήταν πλανόδιοι, αλλά αργότερα στήθηκαν πάγκοι και στεγάστηκαν σε ξύλινες παράγκες. Έπαιρναν τη χαντζάρα, έκοβαν όσο ήθελε η νοικοκυρά κι αφού ξεκρέμαγαν την παλάντζα, ζύγιζε το κρέας... 













Ετικέτες

21 Φεβρουαρίου 2013

ΠΑΛΙΟΚΡΙΜΙΝΙ: Ένα χωριό των βουνών που έσβησε





Βρίσκεται στο φυσικό σύνορο του νομού Κοζάνης  και Καστοριάς, σε μια πανέμορφη τοποθεσία από όπου μπορείς να αγναντέψεις όλα τα χωριά που απλώνονται στα πόδια σου, αρκεί να έχεις το κουράγιο να ανέβεις το φιδογυριστό μονοπάτι μέχρι τα ερείπια του εγκαταλελειμμένου χωριού.



Το χωριό ήταν κτισμένο περίπου 7 χιλιόμετρα ΒΑ του Επταχωρίου με τους κάτοικους του να ασχολούνται με την κτηνοτροφία.



Καταστράφηκε το 1722 από τις αλβανικές ορδές μαζί με τα χωριά της τριγύρω περιοχής.

Λίγα ερείπια από τους τοίχους και τα δάπεδα από τα γκρεμισμένα σπίτια καθώς τα καλντερίμια και τα εναπομείναντα δέντρα όπως οι καστανιές, μαρτυρούν την ύπαρξη του.

Λόγω της θέσεως του εκεί στρατοπεδευόταν κατά τον Μακεδονικό Αγώνα αρκετοί μακεδονομάχοι καθώς και στο αντάρτικο οι αντάρτες.





Σήμερα αποτελεί πολιτιστικός χώρος φυσικού κάλους για τους κατοίκους της περιοχής με την Γιορτή βουνού στο ομώνυμο Παλιοκριμίνι, που είναι η δεύτερη ψηλότερη κορυφή του Βοϊου, με υψόμετρο 1.812 μέτρων.

Εκεί κάθε χρόνο διοργανώνεται στα τέλη του Ιούλη ένα οδοιπορικό μέσα στη φύση με αφετηρία  το Πολυκάστανο. Η διαδρομή είναι μια από τις ωραιότερες μέσα στη βλάστηση του δάσους αποτελούμενο από βελανιδιές, οξιές, πεύκα, κι έλατα.

Η χαμένη και καλά κρυμμένη από τα βέβηλα μάτια των σημερινών ανθρώπων κρύπτη των αγώνων του έθνους μαρτυρεί τον ιστορικό σταθμό στην ιστορία ως ένα μνημείο ξεχασμένων αγνώστων ηρωικών στιγμών.



 Ιστορικά Στοιχεία 





Μεταξύ Πολυκάστανου Βοΐου και Κυψέλης Καστοριάς υπήρχε το χωριό,που κατοικούσαν 90 οικογένειες.



Το Παλιοκριμίνι, μνημονεύει ο Μητροπολίτης Σισανίου  Νεόφυτος στα 1797,με άλλα παλιοχώρια της περιοχής: "Χωρίον Μπουρμπουτζικόν. Παλαιοχώρια: Κρυμμίνι,Δριάνοβον,Πέτριτζκον. Εις Παλαιοκρυμμίνι υπήγε ο εν μακαρία τη λήξει πρώην κυρ Ζωσιμάς,όστις ην Αρχιερεύς προ εβδομήκοντα πέντε χρόνων. Ωσαν εχάλασε δε,αντ΄αυτού έγινε το άλλο Κριμίνι..."



 Στα 1722 πολλές οικογένειες, εξαιτίας επιδρομής Αρβανιτών,κατέφυγαν στο Μοναστήρι, στην Καστοριά, στο Βογατσικό, την Εράτυρα,στο Πολυκάστανο,στο Κρυμίνι και αλλού.



Στο Πολυκάστανο η οικογένεια Ζήσου,στη Χρυσαυγή η οικογένεια Κατσάνου,στο Βυθό η οικ. Κριμνιώτη,στις Κυδωνιές Γρεβενών η οικ..Μπουκατσέλα και στο Κρυμίνι 6 οικογένειες. Μετά τη Καταστροφή του χωριού είχαν απομείνει αρκετές οικογένειες ακόμα ή επέστρεψαν από τα γύρω χωριά που είχαν καταφύγει. Στα 1770,στα Ορλωφικά,δέχτηκε και πάλι αρβανίτικη επιδρομή,και τότε ένας αριθμός οικογενειών έφυγε,αγνωστό για πού,αλλά παρέμεινε στο Παλιοκριμίμι ένας μικρός αριθμός οικογενειών.





Στα χρόνια του Αλή Πασά το Παλιοκριμίνι έγινε τσιφλίκι του Αρβανίτη μπέη.

Ανάμεσα στα 1850-1870 το χωριό υπήρχε,αλλά εξαιτίας της βάρβαρης συμπεριφοράς του τσιφλικά οι οικογένειες που είχαν απομείνει το εγκατέλειψαν σταδιακά. Έτσι λοιπόν στη Δαμασκηνιά Βοΐου κατέφυγε οι οικογένεια Κελεπούρη,στη Λευκοθέα Βοΐου οι οικογένειες Δημητρίου Δέλα,Ηλία Δέλα,Χρήστου Τζιάτζιου-Παναγιωτόπουλου και Δημ.Μιχ.Τούλα. 

Στη Λάγκα Καστοριάς οι οικογένειες Ζούκα,και Μάζδη και η οικογένεια Τούλη.



Στο Καλλιστράτι Βοΐου οι οικογένεια Τζιάτζιου,και στα Αηδόνια Γρεβενών τέλος εγκαταστάθηκαν οι περισσότερες οικογένειες: Γεωργίου Μπούφα,Ιωάννου και Μιχαήλ  Θανασαίου, Ν.Τσόλα,Γ.Σκεντέρη και Χρήστου Σκεντέρη η οικογένειες Νίκου Δημήτρη  και Στέργιου Παπά, Ιωάνου Ζήση και οι οικογένειες Κίτσου,Ζησόπουλου,Τσίπη, Ζουνη και Χτζώνη,και έτσι το χωριό Νέκρωσε για πάντα 



Πηγή:Από το Βιβλίο:Τα Παλιοχώρια του Βοΐου. Α.Αδαμίδη.

15 Φεβρουαρίου 2013

΄΄Ο αγράμματος παπάς΄΄





Ήταν ένας παπάς αγράμματος τελείως.

Οι χωρικοί έκαναν παράπονα, έλεγαν τί παπάς είναι αυτός, ούτε ξέρει να διαβάζει στην εκκλησία, ούτε τίποτα.

Στην εκκλησία αυτός άνοιγε το ευαγγέλιο κι έλεγε άλλα αντί άλλων. Λέει ένας χωρικός

-«να πάμε στο Δεσπότη να παραπονεθούμε».

Μόλις πήγαν μαζί με τον παπά εκεί, πήρε ο παπάς το ευαγγέλιο και ήλεγεν ( έλεγε)

-«έχω τόσα μελίσια˙ τόσα είναι θ’κά ‘ς ( δικά σου), τόσα είναι θ’κά ‘μ ( δικά μου), έχω τόσα πρόβατα, τόσα είναι θ’κά ‘ς, τόσα είναι θ’κά ‘μ», λέγοντάς τα αυτά εμμέσως προς τον Δεσπότη, για να μην τον απολύσει αυτός.

Τον ακούει ο Δεσπότης, λέει

-«καλός είναι, γιατί δεν σας αρέσει;» και τους διώχνει.

 Ε, λέει ένας χωρικός μετά,

-«εγώ θα κάνω τον πεθαμένο», γιατί όσοι πέθνησκαν (πέθαιναν),τους διάβαζε μόνος μες στην εκκλησία ο παπάς και δεν άφηνε κανέναν να μπει.

Λέει λοιπόν αυτός στους άλλους χωριανούς, «εγώ θα μπω, κάνοντας τον πεθαμένο, να δω τι λέει εκεί μέσα.»

Πάει αυτός μέσα στην εκκλησία, άρχισε ο παπάς να ψέλνει -«όσος είναι απ’ τ’ εκεί ως εκεί, τόσος είναι απ’ τ’ εκεί ως εκεί».

Χαμογέλασε ο δήθεν πεθαμένος. Κατάλαβε ο παπάς και λέει μέσα του -«α αυτός δεν είναι πεθαμένος, και με γελούν». Παίρνει το μανάλι, τον δίνει μια, τον άφησε στον τόπο. Βγαίνει μετά έξω και λέει στους χωριανούς -«άλλη φορά να τους πεθαίνετε καλά, γιατί τρόμαξα να τον πεθάνω».



@ellas-paradosi_paramuthi

Ετικέτες

΄΄Το μαντηλάκι΄΄ Παλιό κοριτσίστικο παιχνίδι









Αυτό το παιχνίδι παιζόταν κυρίως από κορίτσια. Κάθονταν κάτω κυκλικά το ένα  δίπλα στο άλλο με τα χέρια πίσω στις πλάτες. Είχαν ένα μαντιλάκι δεμένο σφιχτά και το περνούσαν από χέρι σε χέρι τραγουδώντας


«Το μαντηλάκι πέρασε κι η κόρη το γυρεύει,


πάει πέρα, πάει πέρα,


μια τούμπα στον αέρα».


Ένα κορίτσι ήταν όρθιο στη μέση του κύκλου και προσπαθούσε να βρει που βρισκόταν το μαντιλάκι. Όταν έβρισκε το κορίτσι που το κρατούσε άλλαζαν θέσεις και το παιχνίδι συνεχιζόταν.


Ή σύμφωνα με μια άλλη, πιο παλιά μαρτυρία, υπήρχε και κάποια παραλλαγή:


«Κάναμε έναν κύκλο αρκετά μεγάλο. Μία κοπέλα κρατώντας ένα μαντηλάκι στο ένα της χέρι περπατώντας από πίσω μας, κάποια στιγμή, άφηνε το μαντηλάκι στα πόδια κάποιας κοπέλας. Αν η συγκεκριμένη κοπέλα καταλάβαινε ότι το μαντηλάκι βρίσκεται πίσω της το έπαιρνε και γυρνούσε η ίδια γύρω από τον κύκλο αφήνοντάς το πίσω από όποια κοπέλα αυτή ήθελε, η οποία αν δεν το αντιλαμβάνονταν τότε η κοπέλα που το άφησε πίσω της την πλησίαζε και τη χτυπούσε με το χέρι της στην πλάτη».






Ετικέτες ,

Λαγκιώτικη ιστορία





Οι Λαγκιώτες είναι- μάλλον ήταν κατά γενική ομολογία, ε, όχι τόσο ψηλού αναστήματος.

Μάλλον μεσαίου και κάτι λιγότερο.

 Ήταν κοινό μυστικό και όποιος έβρισκε ευκαιρία καυτηρίαζε το γεγονός με όποιον τρόπο μπορούσε.



Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της Κοτύλης ήταν πάντα ψηλοί άνθρωποι. Και ήταν περήφανοι για το γεγονός.



Κάποτε μάλιστα, ένας από αυτούς καθόταν πολύ κοντά στο τζάκι γιατί κρύωνε πολύ. Καταχείμωνο βλέπετε. Είχε απλώσει τα πόδια του και πυρώνονταν στη φωτιά.

Και όταν η γυναίκα του, του έκανε την παρατήρηση ότι είναι πολύ κοντά στη φωτιά και θα καεί, αυτός απάντησε:

«Δεν πειράζει βρε γυναίκα. Πάντως όσο και να καώ ίσα μ’ έναν Λαγκιώτη θα μείνω όπως και να’ χει!»

Δεν ξέρω πως είναι δυνατόν μια ράτσα (ή ό, τι άλλο θέλετε) ανθρώπων να έχει όλη τέτοια γονίδια, αλλά ένα είναι σίγουρο.

 Ότι οι νεότερες γενιές λαγκιωτών γίνονται όλο και ψηλότερες.

 Θέλετε η καλύτερη διατροφή, τα όχι τόσο ισχυρά λαγκιώτικα γονίδια, αφού υπήρξαν επιμιξίες, πάντως είναι γεγονός ότι αυτό το θέμα διορθώνεται.

Οι περισσότεροι είμαστε ζωντανά παραδείγματα. Εγώ βέβαια εξαιρούμαι. Ούτε στο 1, 60μ δεν φτάνω, αλλά τέλος πάντων, ας μην ξύνω πληγές. Πάντως, όπως βλέπετε από τα παραπάνω, το φοβερό και τρομερό λαγκιώτικο ύψος έχει μείνει παροιμιώδες.

Ετικέτες

Οι βεντούζες





Οι βεντούζες ήταν ένα γιατροσόφι που πίστευαν ότι θεράπευε το κρύωμα.

Υπήρχαν δύο ειδών βεντούζες: οι απλές και οι κοφτές.



1. Οι απλές βεντούζες, στις οποίες έπαιρναν βαμβάκι τυλιγμένο σε ένα πιρούνι, το έβρεχαν σε οινόπνευμα και του έβαζαν φωτιά.

Στη συνέχεια, με τη φωτιά αυτή ζέσταιναν το εσωτερικό ενός ποτηριού και όταν αραίωνε ο αέρας μέσα στο ποτήρι, το τοποθετούσαν πάνω στην πλάτη. Λόγω της διαφοράς πίεσης, η σάρκα ρουφιόνταν και σχημάτιζε ένα ημικυκλικό, κόκκινο όγκο. Με αυτόν τον τρόπο καταπολεμούσαν το κρύωμα και τους σφάχτες.



2. Οι κοφτές βεντούζες, στις οποίες πριν τοποθετηθεί το καυτό ποτήρι στη σάρκα της πλάτης, το σημείο εκείνο της πλάτης χαράζονταν με ένα ξυράφι.

Ο Όταν έμπαινε η βεντούζα, από τη χαραγματιά έβγαινε αίμα. Όσο πιο πολύ ήταν το κρύωμα, τόσο πιο μαύρο αίμα έβγαινε.

Ετικέτες

Ξυλοκόπος: Ένα παλιό επάγγελμα



Ξυλοκόπος:



Παλιά τα ξύλα κυρίως ζέσταιναν τους ανθρώπους, οι οποίοι φρόντιζαν από νωρίς να τα παραγγείλουν στους ξυλάδες.

Ο ξυλοκόπος ήταν επαγγελματίας που είχε ως κύρια δουλειά την κοπή των ξύλων και τη μεταφορά τους στον τόπο κατανάλωσης. Ήταν συνηθισμένο τότε να βλέπει κανείς φορτωμένα γαϊδούρια ή μουλάρια να κουβαλάνε ξύλα στους δρόμους του Καρπενησιού.



Τα έκοβαν οι ξυλοκόποι με τις κόφτρες στο δάσος, τα έσκιζαν με τιις σφήνες και τις βαριές, τα καθάριζαν με τα τσεκούρια τους και τα μετέφεραν στην πόλη.

Εκεί τα πουλούσαν και οι αγοραστές, αν δεν είχαν τζάκι, τα έκοβαν πάλι σε μικρότερα κομμάτια με την κόφτρα ή το πριόνι, αφού τα τοποθετούσαν πάνω στην "ξυλογαϊδάρα" και τα έσκιζαν με το τσεκούρι ή τις σιδερένιες σφήνες.

Μετά τα στοίβαζαν έτοιμα για τις σόμπες ή το τζάκι.

 Αργότερα έκαναν τις ίδιες δουλειές οι κορδέλες και τα αλυσσοπρίονα, ενώ τη μεταφορά κάνουν τώρα τα φορτηγά αυτοκίνητα.



Οι ξυλοκόποι έκοβαν επίσης ξύλα για την κατασκευή ξύλινων αντικειμένων, ειδών καθημερινής χρήσης, υλικών δόμησης των σπιτιών (στέγες, παράθυρα κλπ.). Λέγονταν μάλιστα και "ταχτατζήδες" από την τουρκική λέξη "tahta", που σημαίνει ξύλο.



Σ’ αυτούς υπάγονταν και οι ξυλοσχίστες ή υλοτόμοι (μπισκιτζήδες), οι οποίοι εργάζονταν επίσης στα δάση και υλοτομούσαν την απαραίτητη ξυλεία για τις οικοδομές, αλλά και για τις κατασκευές των επιπλοποιών και των μαραγκών. Σήμερα υπάρχουν ακόμα Δασικοί Συνεταιρισμοί, που ασχολούνται με την υλοτομία και την εμπορία δασικής ξυλείας.

Ετικέτες

Ο χορός του Συνδέσμου



Ο Σύνδεσμος Λαγκιωτών ΄΄Ο ΆγιοςΝικόλαος΄΄



σας προσκαλεί στον ετήσιο χειμερινό του χορό, που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 2 Μαρτίου 2013 και ώρα 21:00 στο κέντρο ΄΄Γεύση & Μελωδία΄΄ στην περιοχή Χλόη Καστοριάς.



Σας περιμένουμε για να γλεντήσουμε όπως μόνο οι Λαγκιώτες ξέρουμε...



Στο κλαρίνο ο Κώστας Ευαγγέλου.





Ετικέτες