31 Αυγούστου 2013

Οι γυναικείες ασχολίες στα παλιά χρόνια




Τι θες να μάθεις για τη ζωή εκείνη την παλιά; Άλλαξαν τόσα τα τελευταία χρόνια. Ακόμη και εγώ, όταν το συλλογιέμαι καμιά φορά. όταν μιλάω με τα παιδιά και με τ’ αγγόνια μου, σαστίζω. Άμα στα πω το όσα ζήσαμε, ούτε που θα με πιστέψεις. Αφού όμως θες να μάθεις, άκουσέ με...



Από νωρίς μέχρι αργά τη νύχτα πόσες δουλειές, βαριές δουλειές, δεν κάναμε...  



Θέλεις να μάθεις... 
Και εγώ θέλω να μάθω. Ξέρεις τι δεν καταλαβαίνω με σας τις νέες, σήμερα; 
Το γιατί παραπονιέστε; Γιατί λέτε πως κουράζεστε; 
Κούραση! Υπάρχει σήμερα κούραση στα σπιτικά σας; Με τόσες ευκολίες; 

Νιώθει καμιά σας, είμαι περίεργη να μάθω, εκείνη την κούραση που πλάκωνε τη μάνα μου σαν πέτρα;Τότε που καθετί περνούσε από τα δύο της χέρια;
Τι να σου πρωτοθυμηθώ! Το κουβάλημα του νερού από τη βρύση, τα κλαρούδια για τα ζωντανά, τη μπουγάδα και το σίδερο με το κάρβουνο, ή τις γέννες, τη μια μετά την άλλη! Το τσούρμο τα παιδιά να πλύνεις, να ταΐσεις, να μπαλώσεις! Τους γέρους να κοιτάξεις μ’ όλες τους τις παραξενιές! Αλλά και τις ολονυχτίες στην εκκλησιά, τις προετοιμασίες για κάθε μας λύπη και χαρά. Και τη δουλειά δίπλα, στον άντρα, στις ελιές και στο αμπέλι;

Σήμερα, εσείς οι περισσότερες έχετε πια ξεφύγει από τη δίκιά μας τη ζωή. Τώρα, λοιπόν, ότι και να σου πω δεν μπορείς να το νιώσεις, γιατί άκου να δεις... Η μάνα μου ξυπνούσε μόλις που χάραζε. Έριχνε βιαστικά λίγο νερό στο πρόσωπό της, περνούσε μια χτένα στα ολόισια μαλλιά και τα σήκωνε ψηλά με κάτι μεγάλες κοκάλινες φουρκέτες, θαρρώ πως τηνε βλέπω μπροστά μου, κι έβαζε το μπρίκι να φτιάξει καφέ για τον πατέρα. Εκείνος το ζήταγε αυτό. Δεν ήθελε να πίνει καφέ στο καφενείο παρέα με τους άλλους. Ήθελε τη συντροφιά της. Και κει, στην κουζίνα, τους έβλεπα για λίγο καθισμένους μαζί στο τραπέζι. Μιλούσαν χαμηλόφωνα να μην ξυπνήσουν τα μικρά. Είμασταν, βλέπεις πέντε. Ύστερα εκείνος έφευγε, καβάλα στο ζώο πήγαινε στα κτήματα κι έλειπε όλη μέρα.





Σαν έμενε μονάχη, η πρώτη δουλειά της μάνας ήταν ν’ αρμέξει τα πράματα, να στραγγίσει το γάλα, να κρεμάσει τις κλάρες για να τρώνε οι γίδες και να βάλει πίτουρο, τριφύλλι ή κριθάρι για τα ζωντανά. Έβγαζε τις κότες από το κατώι και τις πήγαινε στον τζάκο. Ύστερα έβραζε το γάλα, χώριζε όσο ήθελε για να φτιάξει τυρί, και πήγαινε στη βρύση για νερό. Κουβαλούσε το ντυστί και δυο κανάτια ή το γκιούμι γεμάτο, Ατέλειωτο μου φαινόταν τότε αυτό το πήγαιν’ έλα στη βρύση... Ανεβοκατέβαινε το καλντερίμι, φορώντας τα τσόκαρα τα ξύλινα ή τις παντόφλες από καουτσούκ που όλο και της έφευγαν στο δρόμο. Τι κούραση αυτή! Και στο σπίτι θέλαμε κοντά πολύ νερό, Δεν ήταν μόνο η λάτρα στην κουζίνα, ήταν το σφουγγάρισμα και το λουτρό, τα ζωντανά που θέλανε να πιουν. Ήταν και τα λουλούδια. Όλοι αυτοί οι ντενεκέδες, βαμμένοι κόκκινοι, που στόλιζαν την αυλή μας θέλανε πότισμα το καλοκαίρι κάθε μέρα. Και οι πλάκες στην αυλή, έπρεπε και αυτές ν’ αστράφτουν. Χαιρόταν όμως να τα βλέπει η μητέρα καθαρά και ολάνθιστα. Ποτέ μου δεν την άκουσα να παραπονεθεί για το κουβάλημα. Αλλά σαν μεγάλωσε ο αδελφός μου, ο πατέρας τον έστελνε μαζί της πια στη βρύση, πριν φύγει για το σχολείο. Να τηνε βοηθάει λίγο. Αργότερα πήγαινα και ’ γω από κοντά. Άλλο μεγάλο βάσανο παλιά ήτανε και οι ψύλλοι και οι κοριοί. Όσο κι αν όλα στο σπίτι άστραφταν από καθαριότητα, πάντα και κάπου θα τρύπωναν αυτοί. Δεν είχαμε τότε βλέπεις φάρμακα για να ψεκάσουμε τους στάβλους και να τα διώξουμε τα ζωύφια, κι έτσι ασβεστώναμε συχνά τους τοίχους, αλείβαμε τα σανιδένια τα πατώματα με το πετρέλαιο, ζεματίζαμε τα μιντέρια και ανοίγαμε τα μπαούλα για να τινάξουμε τα στρωσίδια και τα ρούχα μας. Ώρες δουλειά κοπιαστική.









Και το στρώματα με τα καλαμποκόφυλλα θέλαν κι αυτά το χρόνο μια φορά άνοιγμα, πλύσιμο, τιναγμό και ξαναγέμισμα. Φέρναμε τότε τα φύλλα από τη Μπούφο με τα ζώα, Αλλά τι χαρά, όταν ξαπλώναμε στο φουσκωμένο στρώμα. Όλα, κορίτσι μου, είχανε τότε κόπο, θυμάμαι την μπουγάδα που βάζαμε. Εσείς σήμερα πατάτε ένα κουμπί. Τότε η μάνα μου έπλενε στο χέρι στοίβες τα ρούχα. Αμέτρητα σεντόνια και προσόψια, μαξιλάρες, πουκάμισο και αλλαξιές. Τότε, όταν δεχόμασταν στο σπίτι, η μάνα πάντα έστρωνε ότι άμορφο είχε στην προίκα της, κι όλα ήταν πάντοτε φρεσκοπλυμένα και μοσχομυρίζανε. Σήμερα η νύφη μου βάζει τα νάυλον, κι ας της έχω φτιαγμένα τόσα. Είναι, δε λέω λέω, βολικό, αλλά χάθηκε η αρχοντιά. 'Ήθελε κόπο για να πλυθούν και να σιδερωθούν τα ρούχα, μα χαλάλι. Εμείς, μια μέρα πριν, φέρναμε το νερό από τη βρύση, για να γεμίσουν τα καζάνια και το βαρέλι για το ξέβγαλμα, κόβαμε και κλαρούδια μπόλικα για τη φωτιά, να ‘χει νερό καυτό. Συχνά οι γειτόνισσες πηγαίνανε παρέα να πλύνουν στη βρύση και περνάνε μαζί κι όλα τα πιτσιρίκια, για να μη μείνουν μοναχά και γίνουν σκανταλιές. Φεύγαμε νωρίς, πολύ νωρίς. Οι μανάδες με τη σκάφη στον ώμο και τα ρούχα στοιβαγμένα στις καλαμένιες τις κοφίνες. Αφού άναβαν το καζάνι δίπλα στη βρύση, με μανίκια ανασκουμπωμένα, έσκυβαν πάνω από τη σκάφη κι έτριβαν τα ρούχα μέχρι να ασπρίσουν. Δεν είχε τότε απορρυπαντικά, κι έπλεναν με το δικό τους το σαπούνι, φτιαγμένο από ντόπιο λάδι ελιάς. Κοσκίνιζαν τη στάχτη από το φούρνο, κι άφηναν την μπουγάδα στο σταχτόνερο. Ώρες δουλειά, δουλειά σκληρή. Κι όμως, εγώ θυμάμαι τις γυναίκες να ψιλοκουβεντιάζουν μεταξύ τους, να γελάνε και κάπου κάπου. Κι ύστερα ήταν και η κυρά Λεμονιά, μια μεγαλοκοπέλα, λίγο γεμάτη και πάντα χαρούμενη, που όλο και έλεγε και κάποιο τραγουδάκι και σταμάταγε γιο λίγο η δουλειά. Θυμάμαι ακόμα και την κατσάδα που έφαγα από τη μάνα όταν μας έπιασε μια φορά να παίζουμε κρυφτό πίσω οπό τα ρούχα που είχαν απλώσει στα σκοινιά. Όλα αυτά τα ρούχα έπρεπε να σιδερωθούν με κείνο το σίδερο που πύρωνε με κάρβουνο. Η μάνα στεκόταν ώρες όρθια κι αυτό την παίδευε πολύ. Δεν έλεγε όμως να καθίσει και όσο προχώραγε η ώρα σιγά σιγά, ένα ένα τα ασπροφούστανα κι οι νυχτικές οι αντρικές, και τα πουκάμισα, οι μαλλίνες οι άσπρες, τα σεντόνια και οι μαξιλάρες, τα τραπεζομάντιλα, τα στόρια, τα κουρτινάκια τα πλεκτά, όλα κολλαρισμένα έμπαιναν πάλι στο μπαούλο.

Αν η μπουγάδα γινόταν στο μήνα μια φορά, η μάνα ζύμωνε και μια και δυο φορές την εβδομάδα. Τη μέρα αυτή ξυπνούσε, ακόμα πιο νωρίς, για να προλάβει ν’ ανάψει φούρνο πριν ανέβει ο ήλιος ψηλά και τηνε πάρει η ζέστη. Ζύμωνε θυμάμαι δεκατέσσερις οκάδες αλεύρι και μας έφτιαχνε επτά καρβέλια και μια πιταστή. Φορούσε πάντα το μαντίλι, για να μην πέσει τρίχα στο ζυμάρι, και με σηκωμένα τα μανίκια, την έβλεπα σκυμμένη πάνω από το ξύλινο σκαφίδι να δουλεύει, με τις δυο γροθιές σφιγμένες μέχρι που οι κόμποι από τα χέρια της να μελανιάσουν.

Μαζί με τα καρβέλια έψηνε παξιμάδια, έφτιαχνε κολοκυθόπιτα, πίτα με χόρτα, και μπομπότα με το καλαμποκίσιο το αλεύρι. Τι σβέλτη που ήτανε, τι επιτήδεια, τι νόστιμο ψωμί που τρώγαμε τότε! 

Σήμερα μουχλιάζει σε λίγες μέρες, γιατί δεν είναι φτιαγμένο με προζύμι. Όταν η μάνα άναβε το φούρνο, μοσχοβολούσε η γειτονιά. Για να κάψει όμως ο φούρνος ήθελε μπόλικα τσάκνα και κλαρούδια. Τις πιο πολλές φορές όλα αυτά τα κουβαλούσε εκείνη. Φρέσκα κλαριά τα τάιζε στις γίδες, ξερό το έκαιγε στο φούρνο. Τα κουβαλούσε εκείνη, γιατί ο πατέρας γύρναγε αργά από το κτήμα. Το μεσημέρι η θέση του έμενε σχεδόν πάντα αδειανή. Κι όμως, η μάνα το χε έννοια το μαγείρεμα και στο τραπέζι ήθελε να λέμε πάντα προσευχή. Τις πιο πολλές φορές μαγείρευε το βράδυ, γιατί δεν είχαμε τότε ψυγείο ηλεκτρικό, κι έπρεπε ο άντρας να 'βρει έτοιμο φαί να πάρει το πρωί μαζί. Κι ύστερα, αν είχε δουλειά πολλή στο κτήμα, αν μάζευαν ελιές, μήλα ή κάστανα, αν ήτανε τρύγος, αν αλώνιζαν, τον έπαιρνε μαζί, κι εμείς, γυρνώντας από το σχολείο, τρώγαμε μοναχά. Ξέραμε ότι θ αργούσανε, και θα ‘ταν και οι δύο κατάκοποι.
Η μάνα όμως θα 'χε και πάλι τόσα να κάνει! Τόσα να φροντίσει! Δε θα τελείωνε ασφαλώς η μέρα της, μ' όλη την κούραση της. Πόσες φορές μου δεν την έβλεπα ακόμα τη νύχτα, όταν όλοι είχαμε από καιρό πλαγιάσει, με τη λάμπα και το λύχνο αναμμένο με κάτι να παιδεύεται, να τα προλάβει όλα.
Μονάχα μετά το φαγητό το μεσημεριανό ξαπόσταινε για λίγο. Και όχι πάντα. Γιατί συχνά μαζεύονταν στα σπίτια οι γειτόνισσες. Η μία να ξάσει το μαλλί, η άλλη να γνέσει, να πλέξει κάλτσες για τα παιδιά ή τη φανέλα για τον άντρα. Ψήνανε καφεδάκι και δούλευαν κουβεντιάζοντας. Πολλές φορές μες στο πανέρι έφερναν ρούχα που ’θελαν μπάλωμα.

Ποιός τότε αγόραζε καινούρια κάθε τόσο; Ποιος τα πετούσε μόλις πάλιωναν; 
Δούλευαν, και μεις τα μικρά, καθισμένα δίπλα τους, μαθαίναμε. Βλέποντας τις μανάδες μας μαθαίναμε τα πάντα. 

Εσείς, που ζείτε στις πόλεις τις μεγάλες, τι ξέρετε να φτιάξετε; 
Τα παίρνετε όλα έτοιμα. Σχεδόν τίποτα πια δεν είναι ναι σπιτικό.
Δίνετε τώρα στα παιδιά σας σταρένιο τραχανά, με στάρι τριμμένο στο χερόμυλο;
Τις χυλοπίτες, τα ντόπια μακαρόνια;
Ρίχνετε στο φαί φρέσκια ντομάτα πελτέ, που να μοσχομυρίζει;
Κι έχετε στο τραπέζι τυράκι με γάλα από τα ζωντανά σας;
Τρώτε τις ελιές τις ζαρωμένες και τις ξιδάτες, κομμένες από τα δέντρα στο δικό σας κτήμα και πίνετε τσιπουράκι με τσιτσιράβα τουρσί;
Ψήνετε μπακλαβά με φύλλα ψιλά σαν τσιγαρόχαρτο, ανοιγμένα στο χέρι, και με καρύδι ξεφλουδισμένο, άσπρο, χιονάτο;
Πλένεστε με σαπούνι από ντόπιο λάδι ελιάς, να ευωδιάζει δάφνη;

Πάν’ όλ' αυτά, για σας τις νέες νοικοκυρές των πόλεων, ξεχάστηκαν...
Έπαψε η φροντίδα του σπιτιού να 'ναι χαρά σας και μόνη ικανοποίηση.
Η μάνα μου, κι ας κουραζόταν τόσο, το ‘χε καμάρι το δικό της σπιτικό, χαιρόταν να τηνε παινεύουν. Της έφτανε. Και μένα μου 'φτάνε. Αλλά και σήμερα, εδώ μες στο χωριό, βρίσκεις νοικοκυρές που συνεχίζουν ν’ ασχολούνται με τα παραδοσιακά. Δεν κουβαλάνε πια το νερό από τη βρύση, δε βάζουνε μπουγάδα. είναι η ζωή πιο εύκολη, αλλά το θέλουν το πατροπαράδοτο, κι ας αλλάξαν τόσα τα τελευταία χρόνια,,,»,

Πηγή: Μια Μηλιώτισσα θυμάται τη ζωή της 


ftiaxno.gr

Ετικέτες

28 Αυγούστου 2013

3η γιορτή Παραδοσιακής πίτας


Για 3η συνεχόμενη χρονιά, ο Σύνδεσμος Λαγκιωτών διοργανώνει την «Γιορτή πίτας 2013» 



Η φετινή εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου στον χώρο του πρώην Δημοτικού Σχολείου στη Λάγκα.



Παρακαλούμε τις γυναίκες του χωριού (αλλά και όποια άλλη επιθυμεί), να συμμετέχουν και φέτος με τις υπέροχες πίτες τους.















Ετικέτες ,

27 Αυγούστου 2013

Η ιστορία, οι θρύλοι και τα έθιμα για την Φανουρόπιτα και τον άγνωστο Άγιο Φανούριο





Ποιος δεν θυμάται την γιαγιά του να λέει «Άγιε μου Φανούριε… φανέρωσε το» και να τάζει πίτα ή κερί στη χάρη του; Για τους απλούς ανθρώπους ο Άγιος Φανούριος υπήρξε η μορφή που πάντοτε θα βοηθούσε να βρεθούν τα χαμένα. Από γαμπρούς και νύφες μέχρι χαμένα πρόσωπα ή ακόμη και κλειδιά.









Κάθε χρόνο στις 27 Αυγούστου οι Εκκλησίες γεμίζουν πίτες φτιαγμένες από τις νοικοκυρές. Είναι οι γνωστές σε όλους μας «Φανουρόπιτες». Πρόκειται για μια μίξη, λαϊκής παράδοσης, πίστης και τοπικών εθίμων που ξεκίνησε στη Ρόδο και επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα.
Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Φανούριο; Λέγεται πως αυτό δεν είναι καν το πραγματικό του όνομα, ενώ οι πληροφορίες που υπάρχουν για τον ίδιο και την ζωή του είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες.

Το μόνο γνωστό, σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση τουλάχιστον, είναι πως η μητέρα του Αγίου ήταν… αμαρτωλή.

ΑΓΙΕ ΦΑΝΟΥΡΙΕ… ΦΑΝΕΡΩΣΕ
Ποιος δεν θυμάται την γιαγιά του να λέει «Άγιε μου Φανούριε… φανέρωσε το» και να τάζει πίτα ή κερί στη χάρη του; Για τους απλούς ανθρώπους ο Άγιος Φανούριος υπήρξε η μορφή που πάντοτε θα βοηθούσε να βρεθούν τα χαμένα. Από γαμπρούς και νύφες μέχρι χαμένα πρόσωπα ή ακόμη και κλειδιά.

Ο καθένας κατά την πίστη και την ανάγκη του ζητάει.

Σε πολλές περιοχές της ελληνικής επαρχίας ακόμη και σήμερα αυτές τις μέρες, ανύπαντρες γυναίκες πηγαίνουν στην Εκκλησία με την φτιαγμένη από τα χέρια της Φανουρόπιτα, με ένα και μόνο αίτημα. Να «φανερωθεί» ο σύζυγος.

Η ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Αν και κανείς δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για το που, πότε και πως έζησε ο Άγιος, εντούτοις η λαϊκή φαντασία έσπευσε να τις δημιουργήσει.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν, η μητέρα του Αγίου ήταν άνθρωπος που δεν βοηθούσε τους άλλους. Ήταν αμαρτωλή.
Σε πολλές περιοχές της χώρας μας, αρκετοί είναι αυτοί που φτιάχνουν την πίτα για «να συγχωρεθεί η μάνα του Αγίου». Αυτό το έθιμο όμως είναι ελάχιστα διαδεδομένο.






ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ
Μέχρι τον 14ο ή 15ο κατ’ άλλους αιώνα, ο Άγιος δεν ήταν γνωστός. Εκείνη την εποχή στη Ρόδο, κατά την διάρκεια εργασιών αναστήλωσης των τειχών της πόλεως, αποκαλύφθηκε πως υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος Ναός στον οποίο υπήρχαν πολλές παλαιές εικόνες.

Μια από αυτές, η πιο καλοδιατηρημένη λέει η παράδοση, ήταν ενός Αγίου ο οποίος φορούσε ρωμαϊκά στρατιωτικά ρούχα και κρατούσε ένα κερί κι έναν Σταυρό.

Το όνομα που φαινόταν ήταν «Ο Άγιος Φανώ».

Γύρω από την εικόνα του Αγίου, υπήρχαν 12 παραστάσεις στις οποίες απεικονιζόταν το μαρτύριο του. Έτσι το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως πρόκειται για έναν μάρτυρα ο οποίος πιθανότατα υπήρξε στρατιώτης.

Το όνομα Φανούριος του αποδόθηκε από τον Μητροπολίτη Ρόδου Νείλο, ο οποίος ανακαίνισε το εκκλησάκι που βρέθηκε η εικόνα, αφιερώνοντας το στον νεοφανή Άγιο Φανούριο.

Αυτές είναι και οι μοναδικές πληροφορίες. Από την Ρόδο, στόμα με στόμα, η ιστορία του νέου Αγίου διαδόθηκε πρώτα στα γύρω νησιά και μετέπειτα σε ολόκληρη τη χώρα.

Η ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΑ
Κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς πως και γιατί ξεκίνησε αυτό το έθιμο. Η φανουρόπιτα βέβαια έχει «μπολιαστεί» και με διάφορα στοιχεία της ελληνικής λαογραφίας αφού κάποιοι θέλουν να φτιάχνεται αυστηρά με 7 υλικά και άλλοι με 9. Οι αριθμοί αυτοί έχουν την δική τους σημειολογία η οποία δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την πίστη όσο με την λαϊκή παράδοση.




Μια από τις πιο γνωστές συνταγές για φανουρόπιτα είναι η εξής:

Υλικά


  • 4 φλιτζάνια τσαγιού αλεύρι που φουσκώνει μόνο του

  • 1 κουταλάκι κανέλλα

  • 1 μπέικιν

  • 1 φλιτζάνι τσαγιού λάδι

  • 1 φλιτζάνι τσαγιού ζάχαρη

  • 1/2 φλιτζάνι τσαγιού νερό

  • 3/4 φλιτζάνι τσαγιού πορτοκαλάδα

  • ελάχιστη σόδα, ξύσμα λεμονιού-πορτοκαλιού




Εκτέλεση
Κτυπάμε όλα τα υλικά στο μούλτι για λίγα λεπτά και μετά βάζουμε το αλεύρι με τη σόδα και το μπέικιν και ανακατεύουμε καλά.

Ύστερα βάζουμε : 1 φλιτζάνι σταφίδα ξανθή 1 φλιτζάνι χοντρά κομμένα καρύδια και βάζουμε το μίγμα σε βουτυρωμένο ταψί νούμερο 32.
Ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 45΄ λεπτά.
Όταν ψηθεί το αφήνουμε να κρυώσει και κατόπιν πασπαλίζουμε από πάνω με ζάχαρη άχνη.





dogma


Ετικέτες ,

24 Αυγούστου 2013

Όντρια: τα Μετέωρα της Δυτικής Μακεδονίας





Τα Όντρια, όπως και στην ονομασία έτσι και στη μορφή τους, μοιάζουν να έχουν βγει από παλιό παραμύθι με νεράιδες και ξωτικά. 



Παλιότερα τα ονόμαζαν Όντρα ή Λόντρια


Αποτελούν Ανατολική προέκταση του κυρίως κορμού του Βοΐου, όπως  ο Τάλιαρος στα Δυτικά. Ξεκινούν απότομα από το διάσελο που σχηματίζεται Βόρεια του Παλιοκριμηνίου και καταλήγουν ομαλά μετά από πολλά χιλιόμετρα λίγο πριν το Άργος Ορεστικό. 



Στην ένωση αυτή των δύο βουνών βρίσκεται και το σημείο το οποίο οι παλιοί ονόμαζαν Πόρτα της Πίνδου, μιας κι εκεί το Βόιο σχηματίζει άνοιγμα, επιτρέποντας την είσοδο για διάσχιση βαθιά στα σπλάχνα του. 


Κορυφές των Οντρίων είναι η Μεγάλη και η Μικρή Οτρά με υψόμετρο τα 1589 και τα 1530 μέτρα αντίστοιχα. Η όψη τους με το παράξενο σχήμα και τους πολύμορφους βράχους είναι πολύ ιδιαίτερη. Βέβαια, κάθε βουνό είναι μια μοναδική φυσική παρουσία που δύσκολα επαναλαμβάνεται, τα Όντρια όμως είναι κάτι πέρα για πέρα ξεχωριστό.  

Πρόκειται για ένα τεράστιο δασοσκεπές οροπέδιο, κάθετο προς όλες τις κατευθύνσεις εκτός από την ανατολική. Τριγύρω του υπάρχουν κάθετοι βράχοι σε ύψος από 50 έως 100 μέτρα και έπειτα βαθιές απότομες χαράδρες.













 Τα ασβεστολιθικά πετρώματα που απαντώνται ευνοούν το έντονο ανάγλυφο και τη δημιουργία σπηλαίων. 


Μερικά από τα σπήλαια που έχουν καταγραφεί είναι το Σπήλαιο των Νερών, η Κλεφτότρυπα, η Σπηλιά του Νάνου, η Τρύπα του Κωστάκη, το Σπήλαιο στη βρύση του Μπρεζ και η Σπηλιά του Αϊ-Μηνά. 



Αίσθηση προκαλούν οι παλιοί θρύλοι για τους λάκκους - καταβόθρες, τα κοιλώματα, τα άγνωστα μονοπάτια και τα μυστηριακά δάση που υπάρχουν εκεί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η ύπαρξη σπάνιων απολιθωμάτων που φθάνουν μέχρι την περιοχή του μουσείου του Νόστιμου και το Γεωπάρκο του Σκαλοχωρίου.








Στις πλαγιές των Οντρίων βρίσκονται χτισμένα τα περισσότερα από τα Καστανοχώρια του Τσοτυλίου και της Καστοριάς. 

Κοντά στην κορυφή της Όρλιας, σε μεγάλο υψόμετρο, βρίσκονταν το χωριό Γκότσι, το οποίο όμως είχε κι αυτό την τύχη του Παλιοκριμηνίου. 

Από εδώ περνάει και η Ντουβαρόστρατα, ένα από τα γνωστά πέτρινα μονοπάτια που οδηγεί στις κορυφές του βουνού. Κανένας δρόμος δεν προσεγγίζει την καρδιά των Οντρίων για αυτό και παραμένουν αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου, κλεισμένα στον εαυτό τους και στα μυστικά τους, περιτριγυρισμένα από παρθενικά δάση. 

Ολόκληρη η ορεινή περιοχή θα πρέπει όσο είναι καιρός να χαρακτηρισθεί άμεσα ως προστατευόμενη, είτε ανεξάρτητα, είτε ως προέκταση ενός νέου Εθνικού Πάρκου Γράμμου – Βοϊου.



Ο.Κ.Κ.



Ετικέτες

23 Αυγούστου 2013

Ζωή στην πόλη ή στο χωριό;




Στη σημερινή εποχή ζώντας κάποιος στο χωριό μπορεί να χαρακτηριστεί από άλλους τυχερός και από άλλους άτυχος. 



Ο σημερινός πολίτης, ο πολίτης του κόσμου, έχει τη δυνατότητα λόγω των οικονομικών, πολιτισμικών, πολιτικών συνθηκών να διαμορφώσει τη ζωή του όπως και όπου επιθυμεί.



 Η ζωή στο χωριό έχει τα θετικά αλλά και τα αρνητικά της. 

Επικρατεί ησυχία και γαλήνη. Ο άνθρωπος είναι ψυχικά ήρεμος και ξεχνά τα προβλήματα της καθημερινότητας. Είναι κοντά στη φύση και μπορεί να κάνει μια βόλτα στα πανέμορφα τοπία του χωριού για να χαλαρώσει. Επιπροσθέτως, το χωριό έχει καθαρό αέρα και τα παιδιά παίζουν αμέριμνα στους δρόμους χωρίς να φοβούνται τυχόν τραυματισμούς από αυτοκίνητα. 



Οι κάτοικοι καλλιεργούν χωράφια και εκτρέφουν ζώα έτσι, με τα προϊόντα που παράγουν καλύπτουν διατροφικά τις ανάγκες του σπιτιού δίνοντας ανάσα στον οικογενειακό προϋπολογισμό. 

Επιπλέον οι άνθρωποι στο χωριό γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, είναι πιο δεμένοι μεταξύ τους και ζουν αρμονικά. 



Από την άλλη όμως η ζωή στο χωριό έχει και τα αρνητικά της. 

Ειδικά το χειμώνα όπου οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν είναι αντίξοες. 

Η ζωή και μεταφορά των κατοίκων αλλά και το τάισμα των ζώων γίνονται απελπιστικά κουραστικά. 

Η πρόσβαση των παιδιών στο σχολείο, αλλά και των γεωργών στα χωράφια καθίσταται σχεδόν αδύνατη. 

Άλλο ένα σημαντικό μειονέκτημα της ζωής στο χωριό είναι το πρόβλημα της ιατρικής περίθαλψης. Τα νοσοκομεία λόγω έλλειψης ιατρών και ασθενοφόρων αλλά και της κακής κατάστασης των δρόμων δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις ανάγκες των κατοίκων έγκαιρα.



 Σημαντική είναι και η έλλειψη πολιτιστικής αγωγής, καθώς οι νέοι δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. 

Δεν έχουν επαφή με την τέχνη ώστε να διευρύνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες και να συμπληρώσουν τις γνώσεις και την εμπειρία τους.



 Όπως η ζωή στο χωριό έτσι και η ζωή στην πόλη έχει τα πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματά της. 

Συγκεκριμένα οι νέοι έχουν περισσότερες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, καθώς μπορούν να μορφώνονται από ποικίλες πηγές γνώσης.

 Οι μαθητές έχουν εύκολη πρόσβαση στο διαδίκτυο με αποτέλεσμα να ενημερώνονται και να κάνουν τις εργασίες που τους αναθέτουν οι καθηγητές τους. 

Επιπλέον έχουν τη δυνατότητα να πηγαίνουν σε γυμναστήρια, να συμμετέχουν σε αθλητικές, θεατρικές και χορευτικές ομάδες όπου κοινωνικοποιούνται, μαθαίνουν να συνεργάζονται και περνούν επoικοδομητικά το χρόνο τους. 

Στην πόλη οι άνθρωποι έχουν περισσότερες ευκαιρίες για ψυχαγωγία και πολιτιστική αγωγή. Επισκέπτονται αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, πηγαίνουν στο θέατρο και στον κινηματογράφο.



 Η πρόσβαση στα νοσοκομεία αλλά και σε άλλες υπηρεσίες καθιστά τη ζωή των πολιτών πιο ποιοτική. Η άμεση περίθαλψη τονώνει το ηθικό των πολιτών και το Κράτος Πρόνοιας κάνει αισθητή την παρουσία του. 

Ας μην μας διαφεύγει ότι υπάρχουν και περισσότερες ευκαιρίες για εργασία.

 Ο πλουραλισμός παροχής υπηρεσιών και ευκαιριών, δίνει τη δυνατότητα στους νέους ανθρώπους για επαγγελματική αποκατάσταση.

 Οι ποικίλες μορφές εργασίας που παρουσιάζονται στις πόλεις επιτρέπουν στους νέους να υλοποιούν τα όνειρά τους. 

Ωστόσο στην πόλη οι έντονοι ρυθμοί ζωής, η βαβούρα και η μιζέρια κουράζουν τους ανθρώπους και τους αποσυντονίζουν. Είναι απομωνομένοι και πολλές φορές μονόχνωτοι. Γίνονται ανάλγητοι και δεν μιλάει ο ένας στον άλλο. Δουλεύουν πάρα πολλές ώρες διότι το απαιτούν οι έντονοι ρυθμοί ζωής και η δύσκολη οικονομική κατάσταση. Δεν έχουν επαφή με τη φύση και τα προβλήματα της καθημερινότητας τους αποξενώνουν. 



Άλλο ένα σημαντικό μειονέκτημα της ζωής στην πόλη είναι οι διάφοροι πειρασμοί. Τα κέντρα διασκέδασης παρέχουν πολλές φορές εφήμερη ευτυχία, έναν ψεύτικο κόσμο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνονται ατυχήματα από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Πολλοί νέοι παρασύρονται και συμμετέχουν σε επικίνδυνα κυκλώματα, με αποτέλεσμα να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών.  Δεν υπάρχει καθαρός αέρας και η ατμόσφαιρα επιβαρύνεται καθημερινά από την εκπομπή καυσαερίων από εργοστάσια και αυτοκίνητα που μπορούν να αποβούν μοιραία για την υγεία των ανθρώπων και ιδίως των ηλικιωμένων. 



Τελειώνοντας το άρθρο μας σας αφήνουμε να προβληματιστείτε και εσείς για τη ζωή στο χωριό και την πόλη. Τίποτα και πουθενά δεν είναι εύκολο. Πιστεύουμε, όμως, ότι ο άνθρωπος με τη δύναμη της αγάπης και της θέλησης μπορεί να είναι ευτυχισμένος σε οποιοδήποτε περιβάλλον, αρκεί να νιώθει ασφάλεια, αυτάρκεια και αυτονομία.



Ετικέτες

17 Αυγούστου 2013

Τα όμορφα χωριά άσχημα ερημώνουν ! - Τα χωριά της μοναξιάς




«Πώς να μείνουνε εδώ οι νέοι; Ακόμη και εμάς μας κυνηγούνε. Σήμερα με κάτσανε στο σκαμνί κατηγορούμενη για παράνομη σφαγή των μοσχαριών μου. Αφού δεν υπάρχουνε σφαγεία, πού να πάμε; Από τα γελάδια ζω, γιατί με κυνηγάνε;», ρωτάει και ξαναρωτάει η κ. Κατερίνα Καραχάλιου, μία από τους τρεις μόνιμους κατοίκους στο χωριό Κλήμα της Φωκίδας.



Το Κλήμα Υαίας εμφανίζεται στην τελευταία απογραφή να έχει σαράντα εννέα μόνιμους κατοίκους, όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. «Είμαστε τρεις στο Κλήμα, άλλοι τρεις στο Τριβίδι και μερικοί τσοπάνηδες τα Σαββατοκύριακα στο Κάλλιο», λέει η κ. Καραχάλιου. 



Περισσότερα από 200 έρημα χωριά υπάρχουν σήμερα σε όλη τη χώρα, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή. 

Τα πιο πολλά είναι σε ορεινές περιοχές στους νομούς Αιτωλοακαρνανίας, Φωκίδας, Ευρυτανίας, Λακωνίας, Αρκαδίας και Ξάνθης. 



Σε 55 χωριά του Νομού Ξάνθης οι απογραφείς δεν βρήκαν ούτε έναν κάτοικο.



 «Το ανύπαρκτο οδικό δίκτυο και η τεχνητή λίμνη του Μόρνου, που κατέστρεψε τον κάμπο και έδιωξε χιλιάδες αγρότες που είχαν κτήματα εκεί, εξαφάνισαν τον πληθυσμό από την ορεινή Δωρίδα», υποστηρίζει ο κ. Γιώργος Μετάνιας από το χωριό Κόκκινος. «Ακόμα ζητάμε το ανταποδοτικό τέλος από την ΕΥΔΑΠ. 



Οι Αθηναίοι ξεδίψασαν και οι ντόπιοι πείνασαν. 

Οι αποφάσεις για τις απαλλοτριώσεις ελήφθησαν επί χούντας και οι αποζημιώσεις δόθηκαν 12 χρόνια μετά. Ήταν μηδαμινές για τους κατοίκους, που έχασαν τη μοναδική πηγή εισοδήματός τους. Τουλάχιστον 20 χωριά απέναντι από το Λιδόρικι αποκλείστηκαν. Όταν ήταν ο κάμπος, η απόσταση ήταν 10 χλμ.,  τώρα πρέπει να κάνουν τον γύρο της λίμνης- άλλα 50 χλμ. δηλαδή. Πώς να μείνουν οι άνθρωποι εδώ;». 



«Πώς γίνεται η περιοχή να ανθούσε στην αρχαιότητα και να ρημάζει σήμερα;», αναρωτιέται ο κ. Γιώργος Μαναγλιώτης από τη Λεύκα, ένα χωριό κοντά στη λίμνη του Μόρνου, με πέντε κατοίκους τον χειμώνα. 

«Εδώ βρισκόταν το αρχαίο Αιγίτιο, πρωτεύουσα των Αποδοτών που νίκησαν τους Αθηναίους το 426 π.Χ. Τότε δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και τρένα, κι όμως ζούσαν χιλιάδες άνθρωποι. 

Τώρα η τεχνολογία, που υποτίθεται ότι μικραίνει τις αποστάσεις, δεν δείχνει να ωφελεί τον τόπο». Υπάρχουν ωστόσο και εκείνοι που επιστρέφουν: «Πήρα τη σύνταξή μου και ξαναγύρισα με τη γυναίκα μου στο χωριό όπου γεννήθηκα, στα Βαρδούσια», λέει ο κ. Βασίλης Βλαστάρας. «Σε 1.200 μέτρα υψόμετρο, με το χιόνι να απειλεί να μας αποκλείσει, μόνο εμείς και ένας ακόμη 70χρονος μένουμε στο Ψηλό Χωριό τον χειμώνα. Οι περισσότεροι μού έχουν δώσει τα κλειδιά των σπιτιών τους και τα προσέχω, ενώ κάθε Σαββατοκύριακο μαζευόμαστε τουλάχιστον 40 νοματαίοι από τα γύρω χωριά και τη Ναύπακτο και πάμε να κυνηγήσουμε αγριογούρουνα». 



Ανασφάλεια



«Υπάρχει αίσθημα ανασφάλειας και απομόνωσης, καθώς πολλά χωριά αποκλείονται τον χειμώνα από τα χιόνια και οι μεγαλύτεροι που έχουν απομείνει σε αυτά φοβούνται τώρα και κατεβαίνουν στην Αθήνα, κοντά στα παιδιά τους», υποστηρίζει ο δήμαρχος Βαρδουσίων κ. Βασίλης Νικολέτος. «Οι νέοι δεν έχουν μνήμες που να τους δένουν με αυτόν τον αφιλόξενο τον χειμώνα τόπο. Αν φύγει και η γενιά του πολέμου, θα ερημώσουν όλα τα χωριά της περιοχής και ίσως να μην κατοικούνται πια ούτε και το καλοκαίρι»



ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ, γιατροί και νοσοκομεία είναι δυσεύρετα στα πιο πολλά χωριά που ερημώνουν τον χειμώνα. «Στην Αναβρυτή Λακωνίας το σχολείο είχε πριν από 20 χρόνια 300 παιδιά, τώρα δεν υπάρχει ούτε σχολείο, ούτε παιδιά τον χειμώνα» λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Γιάννης Μαρινάκης. «Περίπου 40 χωριά ερημώνουν τον χειμώνα στη Λακωνία. Κάποτε ήταν συνήθεια τα δύο σπίτια και οι κτηνοτρόφοι είχαν ένα στο βουνό και ένα στον κάμπο για να ξεχειμωνιάζουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Πολύδροσο που έχει 1.500 σπίτια, όλα γεμάτα το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα δεν βρίσκεις ούτε έναν κάτοικο, μολονότι λειτουργεί ξενώνας για τουρίστες από ξένους που έρχονται από τη Σπάρτη για να τον δουλέψουν», λέει ο κ. Γιάννης Σκιαδάς. 

Ετικέτες

16 Αυγούστου 2013

Η ζωή είναι ωραία ... σε χωριό!!!




Ένας πατέρας με οικονομική άνεση, θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια, τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό, σε μία οικογένεια που ζούσε στο βουνό.



Όταν επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο πατέρας ρώτησε το γιο του:

“Πως σου φάνηκε η εμπειρία;”

“Ωραία” απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.



“Και τι έμαθες;” συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.



Ο γιος απάντησε:

- Εμείς έχουμε ένα σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις…

- Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου, ενω αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές…

- Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι…

- Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα…

- Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας, ενώ αυτοί σπέρνουν και θερίζουν γι’ αυτό…

- Εμείς ακούμε CDs. Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά, βατράχια και άλλα ζώα. Και όλα αυτά διακόπτονται που και που από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι…

- Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ότι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση, μια και μαγειρεύουν στα ξύλα…

- Εμείς για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους, προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους…

- Εμείς ζούμε “καλωδιωμένοι” με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση. Αυτοί, αντίθετα, “συνδέονται” με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης τους, την οικογένειά τους…






Ετικέτες

15 Αυγούστου 2013

Eορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου




Γιορτάζουμε σήμερα 15 Αυγούστου, ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.


Όπως είναι γνωστό, επάνω από το Σταυρό ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, έδωσε εντολή και την Παναγία μητέρα του παρέλαβε ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής στο σπίτι του, όπου διέμενε μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τη μητέρα του Σαλώμη, συγγενή της Θεοτόκου. Όταν δε ήλθε η στιγμή να τελειώσει την επίγεια ζωή της, άγγελος Κυρίου (η παράδοση λέει ότι ήταν ο Aρχάγγελος Γαβριήλ) της το έκανε γνωστό τρεις μέρες πριν.

Η χαρά της Θεοτόκου υπήρξε μεγάλη, διότι θα συναντούσε το μονογενή της Υιό και Θεό όλων των ανθρώπων.


Πήγε, λοιπόν, και προσευχήθηκε στο όρος των Ελαίων, όπου συνήθιζε να προσεύχεται και ο Κύριος Ιησούς. Έπειτα, γύρισε στο σπίτι του Ιωάννη, όπου έκανε γνωστή την επικείμενη κοίμηση της.

Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ήμερα από την εμφάνιση του αγγέλου, λίγο πριν κοιμηθεί η Θεοτόκος, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο. Τότε, ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμηση της. Mαζί δε με τους Aποστόλους ήλθε και ο Aρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Iερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Aπόστολος Tιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Iεράρχες.

Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανή. Eπειδή, κατά θείαν οικονομίαν, ένας από τους Aποστόλους (ο Θωμάς όπως λέει η παράδοση) δεν ήταν παρών στην κηδεία της Θεομήτορος, ζήτησε να ανοιχτεί ο τάφος ώστε να προσκυνήσει και αυτός το Σώμα της Θεοτόκου.

Έτσι, μετά από τρεις ήμερες, άνοιξαν τον τάφο και έκπληκτοι διαπίστωσαν ότι η Παναγία αναστήθηκε σωματικά και ανελήφθη στους ουρανούς. Και βέβαια, όλη η ανθρωπότητα, με ευγνωμοσύνη για τις πρεσβείες της στο Σωτήρα Χριστό, αναφωνεί: «Χαίρε, ώ Μήτερ τής ζωής».

Χρόνια πολλά σε όλους!!!

Απολυτίκιο:
Ήχος α'.Εν τη Γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταίς πρεσβείαις ταίς σαίς λυτρουμένη, εκ θανάτου τας ψυχάς ημών.




Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός 
















 

Με πληρ. από τον Ορθόδοξο Συναξαριστή



Επιμέλεια: Κυριάκος Διαμαντόπουλος




agioritikovima


Ετικέτες

09 Αυγούστου 2013

Η ζωή στη Λάγκα τον χειμώνα



Όλα τα χωριά του Γράμμου το χειμώνα μένουν αποκλεισμένα 2-3 μήνες από τα πολλά χιόνια.



Από το καλοκαίρι ως το φθινόπωρο ο καθένας φρόντιζε να αποθηκεύσει τα απαραίτητα, για να ξεχειμωνιάσει. Λίγοι ήταν αυτοί που εξασφάλιζαν το ψωμί τους από τα χωράφια τους, το στάρι, τη βρίζα, το καλαμπόκι, τα όσπρια κτλ.


Οι περισσότεροι εργάζονταν σε διάφορες εργασίες ως υλοτόμοι, κτίστες, ραφτάδες. 


Πολλοί ταξίδευαν  σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και αρκετοί μετανάστευσαν στο εξωτερικό, στην Αμερική, στον Καναδά,  στην Αυστραλία και σε άλλες χώρες, τελευταία δε, και στην Ευρώπη.



Οι προμήθειες που έκαναν για τον χειμώνα ήταν ότι είχε ανάγκη το σπίτι, στάρι, βρίζα, καλαμπόκι, όσπρια, λαχανικά -πράσσα, λάχανα, κρεμύδια-, λάδια και ότι μπορούσε  καθένας. Απαραίτητα θεωρούσαν τα κρέατα -βοδινό, γιδίσιο, πρόβειο.


Αυτά τα έβαζαν στα καδιά, τα αλάτιζαν και έκαναν παστουρμά. Πολλά από αυτά τα έκαναν καπνιστά.



Σημαντικά προϊόντα από τα γιδοπρόβατα πρόσφεραν στην εξυπηρέτηση της οικογένειας, όπως το κρέας, το μαλλί, το γάλα, το τυρί και τα μεταποιημένα προϊόντα σε φλοκάτες, σεγκούνια, φορέματα και άλλα.


Στα απαραίτητα ήταν και το χοιρινό λίπος, η λίγδα, που χρησίμευε για πολλά φαγητά, για τις πίττες και για άλλες χρήσεις.



Προμήθεια γινόταν και σε φρούτα: τέτοια ήταν τα δαμάσκηνα, τα κορόμηλα, που τα στέγνωναν και ξερά τα είχαν για τον χειμώνα, τα κυδώνια, τα αμύγδαλα, τα καρύδια, τα κάστανα, τα αχλάδια, που τα έβαζαν μέσα στο καδί και σε νερό. Τα άγρια μήλα τα έβαζαν μέσα σε άχυρο. Λίγα-λίγα τα έβγαζαν και τα έτρωγαν.  -Το άχυρο για τα βόδια, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και άλλα ζωντανά, δηλ. τα μεγάλα ζώα.



Τις πιπεριές τις έβαζαν στα καδιά στην αρμιά με νερό και αλάτι. Από αυτές ξέραιναν σε ραμάθες. Πορτοκάλια, λεμόνια δεν υπήρχαν. Μόνο για άρρωστο χρησιμοποιούνταν, όταν φυσικά δε σάπιζαν.



  Στο χωριό δεν υπήρχε γιατρός. Τον άρρωστο έπρεπε να τον μεταφέρουν στο Νεστόριο. Στα χρόνια 1920-1930 υπήρχε ένας γιατρός στον Αϊ-Λιά (Λιμπίσοβο).


Για να παν στο Νεστόριο έκαναν πορεία 2,5 ωρών και αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο.. Μερικές φορές η ταλαιπωρία αυτή στοίχιζς τη ζωή του αρρώστου.



Ευτυχώς υπήρχε ο Αθανάσιος Κώτσιας, ο «μπαρμπα-Θανάσης». Αυτός γλίτωσε πολλούς από βέβαιο θάνατο, παιδιά, γυναίκες, άνδρες και γέρους. Όχι μόνο στη Λάγκα, αλλά και στα κοντινά χωριά.


Αρκετές φορές ήρθε αντιμέτωπος με τους γιατρούς, που, αν και τους έκανε ζημιά, τον παραδέχονταν.


Ο μπαρμπα-Θανάσης γεννήθηκε το 1868 και πέθανε το 1942, ημέρα του Αγίου Αθανασίου. Είχε προχωρήσει στην Ιατρική Σχολή, αλλά αρρώστησε και διέκοψε. Στον Μικρασιατικό πόλεμο υπηρέτησε ως αρχινοσοκόμος και μετά από πολλά χρόνια ήταν στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα.


Φάρμακα δεν υπήρχαν. Χρησιμοποιούσαν πρακτικά, διάφορα γιατροσόφια, βότανα και τα όμοια.





Μια ολόκληρη ιατρική πρακτική αναπτύχθηκε. 


Π.χ. για το στομάχι ωφέλιμο ήταν το ρόφημα με δυόσμο και τσάι. Στην περίπτωση πυρετού το θερμοβότανο έκοβε τον πυρετό. Για τις αμοιβάδες χρησιμοποιούσαν ψωμόβριζο ή σκόρδο. Στον πονόδοντο κατέφευγαν στη σκάρφη.  Στην περίπτωση χτυπήματος στο μάτι έβαζαν ασπράδι αυγού, βρασμένο κατάπλασμα. Η αγριάδα ήταν αντίδοτο για την πέτρα στη χολή. Άλλα θεραπευτικά βότανα ήταν η ρίγανη, η φτέρη, η τσουκνίδα, που προσφέρονταν ύστερα από βράσιμο σαν ρόφημα και έκανε καλό στην καρδιά για την πίεση και το κυκλοφοριακό. Έβραζαν φύλλα κυδωνιάς, κοτσάνια κερασιών, μουστάκια καλαμποκιού κ.α. για άλλες διάφορες ασθένειες. Από αυτά τα βόταναπολλά χρησιμοποιούσε και ο μπαρμπα-Θανάσης.





Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου «Οι ρίζες μας»




Ετικέτες , , ,

06 Αυγούστου 2013

Λουτρό Καρδίτσας και η σχέση του με τη Λάγκα











Εκεί στα Ν.Α. της πόλης Καρδίτσας και κοντά στο δρόμο που οδηγεί προς τα Λουτρά Σμοκόβου και σε απόσταση 21 χιλιομέτρων από αυτή και στους πρόποδες της προσηλιακής βουνοπλαγιάς του κατά την τοπική ονομασία του βουνού «Καρακόλι» που είναι διακλάδωση της Βουλγάρας, βρίσκεται το μικρό χωριό που λέγεται Λουτρό.


Πράγματι λούζεται στον ήλιο και δικαιολογημένη η ονομασία του. Λέγεται ότι την ονομασία  του την πήρε από τις πηγές θερμού ύδατος που υπήρχε στην περιοχή πριν από πολλά χρόνια και που χρησιμοποιούνταν για λουτροθεραπείες. Με την πάροδο όμως του χρόνου, το νερό χάθηκε και σήμερα δεν υπάρχει πια.



Βορειοανατολικά του απλώνεται ο καταπράσινος κάμπος της Καρδίτσας που διασχίζεται από τον ποταμό Ονόχωνα.

Έχει 150 περίπου σπίτια, στα οποία ζουν ισάριθμες οικογένειες. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή * ο πληθυσμός του είναι 440 κάτοικοι. Τα σπιτάκια του είναι μονώροφα ή διώροφα, αλλού κολλημένα το ένα με το άλλο και αλλού απομακρυσμένα. Τα πιο πολλά είναι καινούργια με ωραίες και περιποιημένες αυλές. Δεν έχει σχέδιο και οι δρόμοι του είναι στενοί.

Τα πιο ψηλά σημεία του χωριού είναι ο λόφος της Αγίας Παρασκευής και η θέση που είναι το σχολείο και η εκκλησία, βυθισμένα στο πράσινο των κυπαρισσιών και των πεύκων και αποτελούν τη βιτρίνα του χωριού.

Πιο ψηλά ακόμη είναι η θέση «Λουλούδια» στην οποία υψώνεται επιβλητικό  το υδραγωγείο που δίνει νερό σ΄ όλα τα σπίτια του χωριού.



Στις 6 Αυγούστου, γιορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, όλες οι νοικοκυρές παλαιότερα έφερναν στην εκκλησία σε πιάτα «τσαμπιά» σταφύλια, τα τοποθετούσαν μπροστά στο εικονοστάσι, αριστερά από την Ωραία Πύλη και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας με ειδική τελετή ευλογούνταν από τον Ιερέα και μετά μοιράζονταν για «Χρόνια πολλά» σ όλους τους εκκλησιαζόμενους. Μέχρι την μέρα αυτή κανείς δεν έκοβε σταφύλια από το αμπέλι για να φάει.

Σήμερα το έθιμο αυτό έχει σχεδόν εκλείψει.



Οι κάτοικοι του χωριού  είναι ντόπιοι ή και ξένοι που ήρθαν από τη Μακεδονία και συγκεκριμένα από τη Λάγκα Καστοριάς και εγκαταστάθηκαν σε αυτό κατά τα έτη 1876 - 1884.



Οι οικογένειες που έφτασαν στο Λουτρό είναι:

Του Τέλιου-Καρρά-Ιωάννου-Θεοχάρη-Ντούλια (λέγονταν Τούλη)-Λάρου-Τσιοπάνου και Παπαλάμπρου.



Από το βιβλίο του Αριστοτέλη Σερ. Μακρή

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΤΡΟΥ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ»

Έκδοση *1984



Για οδηγίες πως θα φτάσετε στο Λουτρό κάντε κλικ στον χάρτη







Ετικέτες

04 Αυγούστου 2013

Τρία ακόμη βίντεο από το γλέντι μας...




Σας το είχαμε υποσχεθεί....









Να σας παρουσιάσουμε μερικά ακόμη βίντεο από το γλέντι μας στη Λάγκα. Ιδού λοιπόν.

Καθίστε αναπαυτικά και απολαύστε τα.






ΤΟ ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΜΑΣ









Άλλα βίντεο και φωτογραφίες από το γλέντι μας μπορείτε να δείτε εδώ

Ετικέτες , ,