ΤΙΤΛΟΙ

8/recent/ticker-posts

Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (Ν, Ξ, Ο)

Λάγκα


Νιονιό:  μυαλό
Νισιάνι:  κακό σημάδι
Νίφκα:  (νίβομαι) πλύθηκα
Νουμπέτι: είδος ήσυχου τραγουδιού
Νούνος:  νουνός, κουμπάρος
Νουντάς:  δωμάτιο
Νουρά:  ουρά
Νόχτος:  μέρος ή άκρη χωραφιού Νταβατούρι:  οχλαγωγία
Νταής:  υπερήφανος
Νταϊλιάνα:  υπερήφανη
Νταϊρές:  ντέφι
Νταλκάς:  καημός, βάσανο
Νταμπλάς:  εγκεφαλικό
Νταραβέρι:  συναλλαγή
Ντερβίσης:  παλληκάρι

Ντερμπεντέρης:  αυτός που δε νοιάζεται για τίποτε
Ντέρτι:  καημός, έρωτας
Ντιβορλίγκα:  όλα άνω κάτω, αυτός που πάει κι έρχεται
Ντιρέκι:  όρθιος, ίσιος, στήριγμα, ψηλός, ξύλινη κολόνα
Ντισάκι:  δισάκι
Ντόμπρος:  αγαθός
Ντουμάνι:  πήρε μέρος, σύννεφο από σκόνη Ντουμάνιασε:  προχώρησε η φωτιά, γέμισε από σκόνη
Ντούμπα:  βουναλάκι
Ντουνιάς:  κόσμος, λαός
Ντουσιέκι:  στρώμα γεμισμένο με χόρτο Ντούτκα:  ξύλο από βουζουλιά (παιχνίδι) Ντραγάτης:  αγροφύλακας





Ξαπόστησα:  (ξαποσταίνω) ξεκουράστηκα Ξεγκλαβανο:  ακλάδευτο, παρατημένο Ξεκολώθηκε:  καταστράφηκε Ξεμαντούκωλος:  απεριποίητος Ξεμπλέτσωτος:  ασουλούποτος, σβαρνιάρης Ξεπατωμένος:  κατεστραμένος Ξεποδαριάστηκα:  παρακουράστηκα περπατώντας
Ξέρασε:  έκανε εμετό
Ξεπλατίστηκα:  παρακουράστηκα Ξεστόχαστος:  αφηρημένος
Ξιαρνώ:  καθαρίζω με το μεγάλο φτυάρι (την κοπριά, το χιόνι)
Ξύκι:  έλλειμα
Ξυλοκρέβατο:  φέρετρο
Ξύντσε:  ξύνισε
Ξυπόλητος αυτός που έχει γυμνά πόδια Ξωτικές:  νεράϊδες, μάγισσες, όμορφες








Όβουρος:  αυλή
Όκαχτος:  όμοιος, ολόιδιος
Οκνηρός:  τεμπέλης βαρύς
Όντας:  όταν
Όξω:  έξω
Ορμήνια:  συμβουλή
Ορμηνεύω:  συμβουλεύω


Ουβρά:  Εβραία
Ουβρός:  Εβραίος
Ουργιό:  κρυολόγημα, τρέμουλο
Ουρλιάζω:  μουγκρίζω παράξενα
Ουρός:  το υγρό που βγαίνει στραγγίζοντας την ούρδα
Ούσι:  αυτιά
Ουχτρός:  εχθρός


Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου
 ''Οι Ρίζες μας''



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια