Β
βαενάς: βαρελάς
βαένι: βαρέλι
βάισε: (βαΐζω) έγειρε
βακούφκο: εκκλησιαστικό
βάλτωσε: βούλιαξε
βάρσα: (βαρώ, βαραίνω) χτύπησα
βάσταξε: (βαστάζω) κράτησε
βάτρα: η πλάκα στη φωτιά, κάτω στο τζάκι
βήκε: βγήκε
βιρβιρίσκε: κατατρόμαξε
βολές: φορές
βόμπιρας: διαβολάκι, ζωηρός
βουρλαθείς: τρελλαθείς
βουρλός: τρελλός
βαενάς: βαρελάς
βαένι: βαρέλι
βάισε: (βαΐζω) έγειρε
βακούφκο: εκκλησιαστικό
βάλτωσε: βούλιαξε
βάρσα: (βαρώ, βαραίνω) χτύπησα
βάσταξε: (βαστάζω) κράτησε
βάτρα: η πλάκα στη φωτιά, κάτω στο τζάκι
βήκε: βγήκε
βιρβιρίσκε: κατατρόμαξε
βολές: φορές
βόμπιρας: διαβολάκι, ζωηρός
βουρλαθείς: τρελλαθείς
βουρλός: τρελλός
Γ
γαλομέτρημα: μέτρημα του γάλακτος (στη στάνη)
γελαδαριά: σταύλος περιφραγμένος για ζώα (βόδια, αγελάδια, μοσχάρια)
γεμίσια: δέντρα, φυτώρια, καρποφόρα δέντρα
γερός: δυνατός, υγιής
γιαμάκι: κύπελλο, μεταλλικό ποτήρι γιαπράκια: σαρμάδες, λαχανοντομάδες
γιέρεψε: γιατρεύτηκε
γιουρκό: ψύξη, αλλά και δυνατός πονόδοντος
γενατζής: (γινάτι) πεισματάρης
γκάζι: πετρέλαιο
γκάλιωσε: γούρλωσε
γκίζα: ούρδα, μυζήθρα
γκιζερνά: γυρίζει εδώ κι εκεί
γκίργκαλος: λάρυγγας
γκιρλωμένος: πνιγμένος (στο λαρύγγι)
γκισέμ: πρώτος τράγος, αρχηγός του κοπαδιού
γκλίτζαβι: γλύτσα
γκλάγκος: γωνιά στο τζάκι
γκόλιος: γυμνός
γκόρες: γέρικος
γκορτσιά: αχλαδιά
γκουλιαμπέρης: βρωμιάρης γκουντρουβέλι: παχουλό (αρνάκι, γουρουνάκι κλπ)
γκουντζιούνι: γουρουνόπουλο
γκουτσιούπι: κοντόχοντρο ξύλο, το ξύλο με ρόζο
γκούσια: βρογχοκύλη
γκριματσιές: ορεκτικά
γκριντιά: δοκάρι
γουρνίσιο: χοιρινό
γούρνα: λακούβα
γουρουνάς: βοσκός γουρουνιών γραμματιζούμενος: μορφωμένος
γαλομέτρημα: μέτρημα του γάλακτος (στη στάνη)
γελαδαριά: σταύλος περιφραγμένος για ζώα (βόδια, αγελάδια, μοσχάρια)
γεμίσια: δέντρα, φυτώρια, καρποφόρα δέντρα
γερός: δυνατός, υγιής
γιαμάκι: κύπελλο, μεταλλικό ποτήρι γιαπράκια: σαρμάδες, λαχανοντομάδες
γιέρεψε: γιατρεύτηκε
γιουρκό: ψύξη, αλλά και δυνατός πονόδοντος
γενατζής: (γινάτι) πεισματάρης
γκάζι: πετρέλαιο
γκάλιωσε: γούρλωσε
γκίζα: ούρδα, μυζήθρα
γκιζερνά: γυρίζει εδώ κι εκεί
γκίργκαλος: λάρυγγας
γκιρλωμένος: πνιγμένος (στο λαρύγγι)
γκισέμ: πρώτος τράγος, αρχηγός του κοπαδιού
γκλίτζαβι: γλύτσα
γκλάγκος: γωνιά στο τζάκι
γκόλιος: γυμνός
γκόρες: γέρικος
γκορτσιά: αχλαδιά
γκουλιαμπέρης: βρωμιάρης γκουντρουβέλι: παχουλό (αρνάκι, γουρουνάκι κλπ)
γκουντζιούνι: γουρουνόπουλο
γκουτσιούπι: κοντόχοντρο ξύλο, το ξύλο με ρόζο
γκούσια: βρογχοκύλη
γκριματσιές: ορεκτικά
γκριντιά: δοκάρι
γουρνίσιο: χοιρινό
γούρνα: λακούβα
γουρουνάς: βοσκός γουρουνιών γραμματιζούμενος: μορφωμένος
Δ
δαδί: καρδιά του πεύκου για φωτισμό
δέξιος: δεξιός
δερβίσης: λεβέντης, παλληκάρι διακονιάρης: ζητιάνος
δοξάτο: σάλα προς το μπαλκόνι
δόσιο: κόλλυβο
Ε
εδώ ήντος: εδώ είναι
έδωκε: έδωσε
έκα: περίμενε
έκοφτε: έκοβε
εξόν: εκτός
έσκουξε: φώναξε δυνατά
έφεξε: ξημέρωσε