27 Οκτωβρίου 2014

Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (Ν, Ξ, Ο)









Λάγκα






Νιονιό:  μυαλό

Νισιάνι:  κακό σημάδι

Νίφκα:  (νίβομαι) πλύθηκα

Νουμπέτι: είδος ήσυχου τραγουδιού

Νούνος:  νουνός, κουμπάρος

Νουντάς:  δωμάτιο

Νουρά:  ουρά

Νόχτος:  μέρος ή άκρη χωραφιού
Νταβατούρι:  οχλαγωγία

Νταής:  υπερήφανος

Νταϊλιάνα:  υπερήφανη

Νταϊρές:  ντέφι

Νταλκάς:  καημός, βάσανο

Νταμπλάς:  εγκεφαλικό

Νταραβέρι:  συναλλαγή

Ντερβίσης:  παλληκάρι




Ντερμπεντέρης:  αυτός που δε νοιάζεται για τίποτε

Ντέρτι:  καημός, έρωτας

Ντιβορλίγκα:  όλα άνω κάτω, αυτός που πάει κι έρχεται

Ντιρέκι:  όρθιος, ίσιος, στήριγμα, ψηλός, ξύλινη κολόνα

Ντισάκι:  δισάκι

Ντόμπρος:  αγαθός

Ντουμάνι:  πήρε μέρος, σύννεφο από σκόνη
Ντουμάνιασε:  προχώρησε η φωτιά, γέμισε από σκόνη

Ντούμπα:  βουναλάκι

Ντουνιάς:  κόσμος, λαός

Ντουσιέκι:  στρώμα γεμισμένο με χόρτο
Ντούτκα:  ξύλο από βουζουλιά (παιχνίδι)
Ντραγάτης:  αγροφύλακας
















Ξαπόστησα:  (ξαποσταίνω) ξεκουράστηκα
Ξεγκλαβανο:  ακλάδευτο, παρατημένο
Ξεκολώθηκε:  καταστράφηκε
Ξεμαντούκωλος:  απεριποίητος
Ξεμπλέτσωτος:  ασουλούποτος, σβαρνιάρης
Ξεπατωμένος:  κατεστραμένος
Ξεποδαριάστηκα:  παρακουράστηκα περπατώντας

Ξέρασε:  έκανε εμετό


Ξεπλατίστηκα:  παρακουράστηκα
Ξεστόχαστος:  αφηρημένος

Ξιαρνώ:  καθαρίζω με το μεγάλο φτυάρι (την κοπριά, το χιόνι)

Ξύκι:  έλλειμα

Ξυλοκρέβατο:  φέρετρο

Ξύντσε:  ξύνισε

Ξυπόλητος αυτός που έχει γυμνά πόδια
Ξωτικές:  νεράϊδες, μάγισσες, όμορφες























Όβουρος:  αυλή

Όκαχτος:  όμοιος, ολόιδιος

Οκνηρός:  τεμπέλης βαρύς

Όντας:  όταν

Όξω:  έξω

Ορμήνια:  συμβουλή

Ορμηνεύω:  συμβουλεύω







Ουβρά:  Εβραία

Ουβρός:  Εβραίος

Ουργιό:  κρυολόγημα, τρέμουλο

Ουρλιάζω:  μουγκρίζω παράξενα

Ουρός:  το υγρό που βγαίνει στραγγίζοντας την ούρδα

Ούσι:  αυτιά

Ουχτρός:  εχθρός





Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου

 ''Οι Ρίζες μας''









Ετικέτες , ,

17 Σεπτεμβρίου 2014

Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (Λ-Μ)






Λάγκα
















Λάβα:   λίβας

Λαγαρό: καθαρό

Λαγκίτες: τηγανίτες

Λαγούμι:   τρύπα στο χόρτο ή στο άχυρο
Λάκιασε:    (λακίζω) πήρε τη ρεματιά
Λακκιά:  
ρεματιά, λάκκος, ποταμάκι
Λαλάει:   (λαλώ) κελαϊδάει

Λαλιά:   φωνή

Λάφια:   αστεία, παχειά λόγια

Λεγένι:   λεκάνη μεταλλική

Λειψό:   έλλειμμα

Λέλεκας:   πελαργός

Λενιώ:   Ελένη

Λεφτοκαρυά:   φουντουκιά

Λιάντσε:   (λιανίζω) κομμάτιασε



Λιανώματα:   ψιλά

Λιάτα:   τσεκούρι, μεγάλο φαρδύ

Λιγκιάζω:   έχω λόξυγκα

Λιγούρα:   εξάντληση

Λιγώθηκα:   (λιγώνομαι) εξαντλήθηκα
Λιγωμένος:  
εξαντλημένος

Λιέει:   λέει

Λιόμπα:   μικρούλα λίμνη

Λισιά:   πόρτα με ξύλινα σανίδια

Λιχνίζω:   μετά το αλώνισμα βγάζω τα άχυρα με τη βοήθεια του αέρα και παίρνω τον καρπό

Λόγγος:   δάσος

Λοζιασμένο:   ανακατωμένο

Λούναβος:   απότομος

Λούνη:   λάσπη που μένει μετά από πλημμύρα














































Μαζώθηκαν:   συγκεντρώθηκαν


Μακεδονίσι:   μαϊδανός

Μαλάθα:   πανέρι

Μαλαφρόντζο:   σοβαρή αρρώστεια γυναικών

Μαμαλίγκα:   κατσιαμάκι με αλεύρι από καλαμπόκι

Μαμπέτια:   λόγια παραπονίσια, χωρίς σημασία

Μανάστηρο:   μοναστήρι

Μαντζάνα:   μελιτζάνα

Μαράγκιασε:   μαράθηκε

Μασιάς:   σίδηρο με δύο λάμες για να πιάνει τα κάρβουνα

Μάτιασμα:   βασκανία

Μέτσκο:   αρκούδα

Μιλάδελφος:   παράδελφος

Μιντέρι:   στρώμα στο καθημερινό δωμάτιο

Μιτάρι:   εξάρτημα αργαλειού για τις κλωστές

Μολάιγκος:   βολικός

Μορόζα:   γυναίκα που ζει παράνομα με άντρα

Μούγκαβος:   βαρύς τύπος

Μούκας:   κοιμισμένος, αργόστροφος
Μούλιες:   μουλάρια

Μουραφέτι:   παχειά λόγια

 Μούργινε:   σουρούπωσε

Μουρλάθηκε:   τρελάθηκε

Μουρντάρης:   βρωμιάρης σε όλα
Μουρτζάλι:   δοχείο ξύλινο για τροφές γουρουνιών

Μουσκόγυφτσα:   γύφτισσα, τσιγγάνα
Μουσιαφέζης:   επιπόλαιος

Μνημόρια:   μνήματα, τάφοι

Μπαΐλτσε: ζαλίστηκεεξαντλήθηκε




Μπαϊμάκης: βαρύς αγαθός




































Μπάμπκα: πρήξιμο από χτύπημα



Μπάμπαλο:   σκουπίδι

Μπαμπίτσα:   βελόνα μεγάλη

Μπαμπίτσες:   παχύ έντερο, χοιρινό για λουκάνικα

Μπάμπω:   γριά

Μπαριάκι:   σημαία του γάμου

Μπασαμάκι: πλάκα μεγάλη (πέτρα)

Μπάσι:   κρεβάτι χτιστό

Μπιγλίκινο:   καταραμένο

Μπερεκέτι:   παραγωγή

Μπερμπάντης:   ανήθικος, βρωμιάρης
Μπέσα:   ειλικρίνεια

Μπεσαλής:   ειλικρινής

Μπέρδες:   ψευτοεγωιστής

Μπερμπέρης:   κουρέας

Μπερντές:   κουρτίνα

Μπιζελίκι:   βραχιόλι

Μπιζέρισα:   (μπιζερνώ) βαρέθηκα

Μπίτσε:   τελείωσε

Μπλάνα:   πλάκα τυριού

Μπόντος:   βουκέντρα για το διώξιμο βοδιών

Μπόντσα:   πήλινο ταψί για πίτες και κουλούρες

Μπόρα:   κακοκαιρία με βροχές και αέρα
Μπόρτζιε:   χρέος

Μπούκλα:   ξύλινο δοχείο για νερό
Μπούχαβος:   χλωμός, αρρωστιάρης
Μπούχτσα:   παράφαγα, χόρτασα
Μπράτιμος:  
ο συμπαραστάτης του γάμου, αυτός που κάνει κουμάντο

 Μπρίκι:   καφόμπρικο, μεταλλικό για τσάι

Μπριστούρα:   κοιλιά, σκεμπές








Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου

 ''Οι Ρίζες μας''









Ετικέτες ,

09 Μαρτίου 2013

Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (Ζ, Η, Θ, Ι, Κ)

Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου ''Οι Ρίζες μας''





Ζ 


ζαβός: παλαβός, τρελλός

ζάει: ζει

 ζαλίκι: φορτίο στην πλάτη
ζαλωμένος: (ζαλώνω) φορτωμένος στην πλάτη
ζαμαναριά: χοντρή

ζαμπραχιάρης: αρρωστιάρης

ζαχιρέ: αποθήκη ζωοτροφών για τον χειμώνα

ζερβός: αριστερός

ζηλαβός: σκληρός

ζιάμπακας: βάτραχος

ζιαμπί: σίδερο, ασφάλεια πόρτας

ζιάσκας: νάνος

ζιουρίζομαι: δυσκολεύομαι

ζιούσκα: πρήξιμο, όγκος 

ζοντόβουλο: στραβόξυλο, ανάποδο

ζουλάπι: αγρίμι

ζουπάει: πατάει

ζουρλάθηκε: τρελλάθηκε



 Η

 ημείς: εμείς

ησύ: εσύ










 Θ 



θέρμη: πυρετός

θιαμένω: θαυμάζω



 Ι 

ιδιάζω: αραδιάζω, κλωστιές για τον αργαλειό 

ιλιάτσι: γιατρικό, γιατροσόφι 

ιμπρέτ: απελπίζομαι

ισνάφι: παρέα στην εργασία,ομάδα ίδιων επαγγελμάτων 

ιτς: τίποτε


Κ 

καγκέλια: δρόμος σε πλαγιά, ζιγκ ζαγκ
καδί:
ξύλινο δοχείο, όπου αλατίζουν το κρέας ή κάνουν αρμιά

καζάντσε: (καζαντώ) πλούτισε, έβγαλε χρήματα

καΐπιοσε: έκρυψε, εξαφάνισε 

κάκιωσε: (κακιώνω) θύμωσε

κακάρωσε: (κακαρώνω) νεκρώθηκε, τελείωσε

 κακάβι & κακαβούλι: μικρό δοχείο μπακιρένιο που χρησιμοποιούσαν στη στάνη για το γάλα -μικρό και μεγάλο
καναγκιουρίσιο: παλιού καιρού

κανέστρα: μαλάθα

κανίσκι: δώρο του γάμου

καρδάρι: δοχείο ξύλινο για άρμεγμα 

καρσί: απέναντι

καρυά: καρυδιά

κάσια: μακάλο, αλευριά

κατασταλαή: στάχτη από ξύλα με νερό βρασμένο για πλύσιμο ρούχων 

κατσλάκης: κλέφτης

κατώι: υπόγειο

κάψα: η πολύ ζέστη το καλοκαίρι
καψάλτσε: έφυγε, πίσω από το βουνό
καψούραβο: το χωράφι σε πλαγιά, το αδύνατο

κιβούρι: μνήμα, τάφος

κίντσε: (κινώ) κίνησε, ξεκίνησε

κιοτής: δειλός 

κιπρί: κουδούνι γαλβανιζέ, είδος καμπανάκι, το έβαζαν στα γίδια για να ξεχωρίζει από το κουδούνισμα των προβάτων 

κλάπες: στρογγυλά ξύλιναμε δέρμα που τα φορούσαν κάτω στα πόδια ή για βάδισμα στα χιόνια 

κλέτσκες: βελόνες που πλέκουν

κοσιέρα: μεγάλο καλάθι

κολιάστρα:

κόλιντα: κάλαντα, καρναβάλια 

κοπανέτσα: το βρέφος τυλιγμένο στα ρούχα
κορδέλια:
παπούτσια

κόσα: πλεξούδα μαλλιών

κότσκα: κλωσσαριά

κουμάσι: κοτέτσι

κουναριά: κούνια

κούρβα: γυναίκα κακιά

κουριμάδα: χήρα που δεν στέκει καλά
κουρκούτι: αλεύρι με νερό, όχι πηχτό
κουντούσια:
είδος παλτού χωρίς μανίκια. Το φορούσαν κάτω από την φλοκάτα (είδος φορέματος)

κόφα: ξύλινο παγούρι στους γάμους για κρασί

κόχη: γωνιά μπροστά στο τζάκι

κριάσι: κρέας

κούτρα: κεφάλι, μυαλό






Ετικέτες

04 Μαρτίου 2013

Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (Β, Γ, Δ, Ε)








Β 

βαενάς: βαρελάς

 βαένι: βαρέλι 

βάισε: (βαΐζω) έγειρε

βακούφκο: εκκλησιαστικό 

βάλτωσε: βούλιαξε 

βάρσα: (βαρώ, βαραίνω) χτύπησα 

βάσταξε: (βαστάζω) κράτησε 

βάτρα: η πλάκα στη φωτιά, κάτω στο τζάκι 

βήκε: βγήκε 

βιρβιρίσκε: κατατρόμαξε 

βολές: φορές 

βόμπιρας: διαβολάκι, ζωηρός 

βουρλαθείς: τρελλαθείς 

βουρλός: τρελλός


Γ 

γαλομέτρημα: μέτρημα του γάλακτος (στη στάνη) 

γελαδαριά: σταύλος περιφραγμένος για ζώα (βόδια, αγελάδια, μοσχάρια) 

γεμίσια: δέντρα, φυτώρια, καρποφόρα δέντρα 

γερός: δυνατός, υγιής 

γιαμάκι: κύπελλο, μεταλλικό ποτήρι
γιαπράκια: σαρμάδες, λαχανοντομάδες 


γιέρεψε: γιατρεύτηκε 

γιουρκό: ψύξη, αλλά και δυνατός πονόδοντος 

γενατζής: (γινάτι) πεισματάρης 

γκάζι: πετρέλαιο 

γκάλιωσε: γούρλωσε 

γκίζα: ούρδα, μυζήθρα 

γκιζερνά: γυρίζει εδώ κι εκεί 

γκίργκαλος: λάρυγγας 

γκιρλωμένος: πνιγμένος (στο λαρύγγι) 

γκισέμ: πρώτος τράγος, αρχηγός του κοπαδιού 

γκλίτζαβι: γλύτσα 

γκλάγκος: γωνιά στο τζάκι 

γκόλιος: γυμνός 

γκόρες: γέρικος 

γκορτσιά: αχλαδιά 

γκουλιαμπέρης: βρωμιάρης
γκουντρουβέλι: παχουλό (αρνάκι, γουρουνάκι κλπ) 


γκουντζιούνι: γουρουνόπουλο 

γκουτσιούπι: κοντόχοντρο ξύλο, το ξύλο με ρόζο 

γκούσια: βρογχοκύλη 

γκριματσιές: ορεκτικά 

γκριντιά: δοκάρι 

γουρνίσιο: χοιρινό 

γούρνα: λακούβα 

γουρουνάς: βοσκός γουρουνιών
γραμματιζούμενος: μορφωμένος




























Δ

 δαδί: καρδιά του πεύκου για φωτισμό 

δέξιος: δεξιός 

δερβίσης: λεβέντης, παλληκάρι
διακονιάρης:
ζητιάνος 


δοξάτο: σάλα προς το μπαλκόνι 

δόσιο: κόλλυβο


















Ε 

εδώ ήντος: εδώ είναι 

έδωκε: έδωσε 

έκα: περίμενε 

έκοφτε: έκοβε 

εξόν: εκτός 

έσκουξε: φώναξε δυνατά 

έφεξε: ξημέρωσε



Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου ''Οι Ρίζες μας΄΄
Επιστ. επίβλεψη: Ν. Δασκαλάκης

Ετικέτες

03 Μαρτίου 2013

Λαγκιώτικο Γλωσσάρι (A)



αγγειό: σκεύος κουζίνας

αγγούσα: βάσανα

αγιάζι: χαραυγή, βροχούλα

αγκαστρωμένη: έγγυος

αγλί: αλίμονο

αγρικώ: καταλαβαίνω (άγριξε, κατάλαβε, έβαλε μυαλό)

ακούμψε: ακούμπησε

άκσες: άκουσες (ακούω)

αλάργα: μακριά

αλισβερίσι: συναλλαγή

αμπαρώνω: κλειδώνω (αμπάρα-το ξύλο που ασφσαλίζει την εξώπορτα)

αμπόχνω: σπρώχνω

άμπουρας: ατμός

άναργος: αργός, σιγανός

ανασκερώ: καθαρίζω

ανατσιριάζω: ανατριχιάζω

ανέσωτο: ανίκανο

άνξα: άνοιξα, ανοίγω

αντάμα: μαζί

ανταμώνω: συναντώ

αντάρα: ομίχλη

αντιριέμαι: διστάζω

ανυπρόκοπος: αυτός που δεν κάνει προκοπή, δεν προοδεύει

αξίκικο: έλλειμα

άξιος: δυνατός, ικανός

απικάζω: καταλαβαίνω

απόλκε: τελείωσε, σχόλασε (απολύω)

απιοκρίθηκα: απάντησα

απόμκα: έμεινα (απομένω)

απόπατος: αποχωρητήριο

απορρίχνω: αποβάλλω, γεννώ νεκρό

αποσταμένος: κουρασμένος (αποσταίνω)

απόστασα: κουράστηκα

απόσχτσε: γέννησε (αποχτώ)

αράδα: σειρά

αραλίκι: αράζω, αδιαφορία,έλλειψη άγνοιας,ξεκούραση

αραμπάς: άμαξα, κάρο

αρματώνομαι: στολίζομαι (άρματα)

αρνοκόκι: αρνόματο, αρνόμαλο

αρτίθηκε: παραβίασε τη νηστεία (αρταίνομαι)

ασκέρι: ομάδα στρατού

αστοχώ: ξεχνώ (αστόισε=ξέχασε)

ατζαμής: αμάθευτος, αδέξιος

ατζίδας: έξυπνος

άτιχα: τάση για εμετό

αυγατάω: αυξάνω, μεγαλώνω

άφκα: άφησα

αφουγκράζομαι: κρυφακούω

αχαΐρευτος: άχρηστος, ανυπρόκοπος

αχάλαγος: καταραμένος

αχαμνός: ο όχι καλός, ο κακός

αχαμπέρωτος: (αστ+χαμπέρι) χοντροκέφαλος,ανυποψίαστος

άχαρα: άσχημα

αχμάκης: παλαβός, ελαφρόμυαλος

άχυρο: το υπόλλειμα του σταχυού ή της βρίζας μετά το αλώνισμα

αψύς: απότομος

αψυχώ: λυπάμαι



Από το βιβλίο του Παν. Αθ. Ριζόπουλου ''Οι Ρίζες μας΄΄

Επιστ. επίβλεψη: Ν. Δασκαλάκης

Ετικέτες